Anonymous

μουσοποιέω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_14)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μουσοποιέω''': μελοποιῶ, [[μετὰ]] συστοίχ. αἰτ., νόμους μ. Σοφ. Ἀποσπ. 747. ΙΙ. ὑμνῶ διὰ τῆς ποιήσεως, τινα Ἀριστοφ. Νεφ. 334.
|lstext='''μουσοποιέω''': μελοποιῶ, [[μετὰ]] συστοίχ. αἰτ., νόμους μ. Σοφ. Ἀποσπ. 747. ΙΙ. ὑμνῶ διὰ τῆς ποιήσεως, τινα Ἀριστοφ. Νεφ. 334.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> rédiger en vers;<br /><b>2</b> chanter en vers.<br />'''Étymologie:''' [[μουσοποιός]].
}}
}}