Anonymous

μελίχλωρος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_17)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μελίχλωρος''': -ον, ὁ ἔχων μέλιτος χροιάν, ἢ [[ἴσως]] μόνον [[λέξις]] ἠπιωτέρα ἀντὶ τοῦ [[χλωρός]], Πλάτ. Πολ. 474Ε, Θεόκρ. 10. 27, Νικ. Θηρ. 797.
|lstext='''μελίχλωρος''': -ον, ὁ ἔχων μέλιτος χροιάν, ἢ [[ἴσως]] μόνον [[λέξις]] ἠπιωτέρα ἀντὶ τοῦ [[χλωρός]], Πλάτ. Πολ. 474Ε, Θεόκρ. 10. 27, Νικ. Θηρ. 797.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />jaune comme le miel.<br />'''Étymologie:''' [[μέλι]], [[χλωρός]].
}}
}}