3,276,932
edits
(6_23) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μοναρχέω''': Ἰων. μουν-, εἶμαι [[μόναρχος]] ἢ [[ἀπόλυτος]] [[κύριος]], Πινδ. Π. 4. 293, Πλάτ. Πολ. 576Β· ἐπὶ τούτου μουναρχέοντος ἐπὶ τῆς μοναρχίας τούτου, Ἡρόδ. 5. 61, πρβλ. 46· κατὰ νόμους μ. Πλάτ. Πολιτικ. 301Β· [[μετὰ]] γεν., ἑκόντων μ. Ἀριστ. Πολιτ. 4. 10, 3· πολλῶν ὁ αὐτ. ἐν Ἠθικ. Ε. 1. 5, 5. ― Παθ., μοναρχεῖται πᾶς [[οἶκος]] ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 1. 7, 1. | |lstext='''μοναρχέω''': Ἰων. μουν-, εἶμαι [[μόναρχος]] ἢ [[ἀπόλυτος]] [[κύριος]], Πινδ. Π. 4. 293, Πλάτ. Πολ. 576Β· ἐπὶ τούτου μουναρχέοντος ἐπὶ τῆς μοναρχίας τούτου, Ἡρόδ. 5. 61, πρβλ. 46· κατὰ νόμους μ. Πλάτ. Πολιτικ. 301Β· [[μετὰ]] γεν., ἑκόντων μ. Ἀριστ. Πολιτ. 4. 10, 3· πολλῶν ὁ αὐτ. ἐν Ἠθικ. Ε. 1. 5, 5. ― Παθ., μοναρχεῖται πᾶς [[οἶκος]] ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 1. 7, 1. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br />commander seul, régner souverainement.<br />'''Étymologie:''' [[μόναρχος]]. | |||
}} | }} |