Anonymous

μύλος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_14)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μύλος''': ὁ, = [[μύλη]], ὡς καὶ νῦν, [[μύλος]], Πλούτ. 2. 549E, 530D, κτλ. 2) «μυλόπετρα», Λατ. lapis molaris, Ἀνθ. Π. 11. 253· μ. ὀνικὸς Εὐαγγ. κ. Ματθ. ιη΄, 6, Λουκ. ιζ΄, 2· μύλους σφυρηλάτους ἀργυροῦς Στράβ. 188· - παροιμ., ὀψὲ θεῶν ἀλέουσι μύλοι, ἀλέουσι δὲ λεπτά, «ἐπὶ τῶν ὀψιαίτατα καὶ βραδέως παρεχόντων δίκην ὧν ἐπλημμέλησαν» Παροιμιογράφ. σ. 154 Gaisf., πρβλ. Πλούτ. 549E. 3) [[μυλίτης]] ὀδοὺς, [[τραπεζίτης]], Λατ. dens molaris, Ἀρτεμίδ. 1. 31. ΙΙ. ποιητ. ἀντὶ τοῦ [[μύλλος]], ὃ ἴδε. ΙΙΙ. = [[μύλη]] IV, Μοσχίων. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[μύλος]]· [[σάρξ]], ἣν αἱ κυοφοροῦσαι ἀντ’ ἐμβρύων φέρουσιν». [ῠ, πλὴν ἐν Χρησμ. Σιβ. 8. 14.]
|lstext='''μύλος''': ὁ, = [[μύλη]], ὡς καὶ νῦν, [[μύλος]], Πλούτ. 2. 549E, 530D, κτλ. 2) «μυλόπετρα», Λατ. lapis molaris, Ἀνθ. Π. 11. 253· μ. ὀνικὸς Εὐαγγ. κ. Ματθ. ιη΄, 6, Λουκ. ιζ΄, 2· μύλους σφυρηλάτους ἀργυροῦς Στράβ. 188· - παροιμ., ὀψὲ θεῶν ἀλέουσι μύλοι, ἀλέουσι δὲ λεπτά, «ἐπὶ τῶν ὀψιαίτατα καὶ βραδέως παρεχόντων δίκην ὧν ἐπλημμέλησαν» Παροιμιογράφ. σ. 154 Gaisf., πρβλ. Πλούτ. 549E. 3) [[μυλίτης]] ὀδοὺς, [[τραπεζίτης]], Λατ. dens molaris, Ἀρτεμίδ. 1. 31. ΙΙ. ποιητ. ἀντὶ τοῦ [[μύλλος]], ὃ ἴδε. ΙΙΙ. = [[μύλη]] IV, Μοσχίων. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[μύλος]]· [[σάρξ]], ἣν αἱ κυοφοροῦσαι ἀντ’ ἐμβρύων φέρουσιν». [ῠ, πλὴν ἐν Χρησμ. Σιβ. 8. 14.]
}}
{{bailly
|btext=<span class="bld">1</span>ου (ὁ) :<br /><b>1</b> meule, moulin;<br /><b>2</b> pierre meulière;<br /><b>3</b> dent molaire;<br /><b>4</b> maladie de femme.<br />'''Étymologie:''' [[μύλη]].<br /><span class="bld">2</span>ου (ὁ) :<br /><i>c.</i> [[μύλλος]].
}}
}}