Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μηκάς: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_4)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μηκάς''': -άδος, ἡ, ἡ μηκωμένη, παρ’ Ὁμ. ἀείποτε ἐπὶ αἰγῶν, ἐν τῷ πληθ., μηκάδες αἶγες Ἰλ. Λ. 383, Ὀδ. Ι. 124, 244, Ἀντιφάν. ἐν «Ἀγροίκῳ» 1, ἐν «Ἀφροδισίῳ» 1. 8· αἱ μηκάδες, αἱ μηκώμεναι, Θεόκρ. 1. 87., 5. 100· καὶ ἐν τῷ ἑνικ. Ἀνθ. Π. 9. 123, Λουκ.· ― παρὰ τοῖς [[μετέπειτα]], μ. ἄρνες, - βληχάδες, Εὐρ. Κύκλ. 189.
|lstext='''μηκάς''': -άδος, ἡ, ἡ μηκωμένη, παρ’ Ὁμ. ἀείποτε ἐπὶ αἰγῶν, ἐν τῷ πληθ., μηκάδες αἶγες Ἰλ. Λ. 383, Ὀδ. Ι. 124, 244, Ἀντιφάν. ἐν «Ἀγροίκῳ» 1, ἐν «Ἀφροδισίῳ» 1. 8· αἱ μηκάδες, αἱ μηκώμεναι, Θεόκρ. 1. 87., 5. 100· καὶ ἐν τῷ ἑνικ. Ἀνθ. Π. 9. 123, Λουκ.· ― παρὰ τοῖς [[μετέπειτα]], μ. ἄρνες, - βληχάδες, Εὐρ. Κύκλ. 189.
}}
{{bailly
|btext=άδος<br /><i>adj. f.</i><br /><b>1</b> qui bêle : ἡ [[μηκάς]], chèvre ; <i>rar.</i> brebis;<br /><b>2</b> qui mugit : ἡ [[μηκάς]], taurelle.<br />'''Étymologie:''' cf. [[μηκάομαι]].
}}
}}