Anonymous

μισθαρνέω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_2)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μισθαρνέω''': [[ἐργάζομαι]] ἢ ὑπηρετῶ ἐπὶ μισθῷ, Ἱππ. 1274. 47, Πλάτ. Πολ. 346Β, Δημ. 242· 6· τῶν βαναύσων καὶ μισθαρνούντων Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 12, 3· μ. [[παρά]] τινος, [[λαμβάνω]] μισθὸν [[παρά]]..., Δημ. 306. 9· μισθαρνῶν [[ἀνύτω]] τι, [[πράττω]] τι ἐπὶ μισθῷ, Σοφ. Ἀντ. 302· - ἐπὶ πορνείας, Δημ. 352. 14.
|lstext='''μισθαρνέω''': [[ἐργάζομαι]] ἢ ὑπηρετῶ ἐπὶ μισθῷ, Ἱππ. 1274. 47, Πλάτ. Πολ. 346Β, Δημ. 242· 6· τῶν βαναύσων καὶ μισθαρνούντων Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 12, 3· μ. [[παρά]] τινος, [[λαμβάνω]] μισθὸν [[παρά]]..., Δημ. 306. 9· μισθαρνῶν [[ἀνύτω]] τι, [[πράττω]] τι ἐπὶ μισθῷ, Σοφ. Ἀντ. 302· - ἐπὶ πορνείας, Δημ. 352. 14.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />travailler à gages, être mercenaire, salarié ; <i>en mauv. part</i> faire trafic (de son corps).<br />'''Étymologie:''' [[μισθάρνης]].
}}
}}