Anonymous

μνῆμα: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_6)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μνῆμα''': Δωρ. [[μνᾶμα]], τό, ([[μνάομαι]], μιμνήσκω), τὸ Λατ. monimentum· Ι. [[ἀνάμνησις]], [[πρᾶγμα]] πρὸς ἀνάμνησιν προσώπου τινὸς ἢ πράγματος, [[μετὰ]] γεν., μνῆμ’ Ἑλένης χειρῶν Ὀδ. Ο. 126· [[μνῆμα]] ξείνοιο φίλοιο Φ. 40· μν. κάλλιστον ἄθλων Πινδ. Ο. 3. 27· μν. τῆς σῆς πορείας Αἰσχύλ. Πρ. 841, κτλ.· λυγρᾶς μνήματα Τροίας, τῶν παθημάτων τῶν Ἑλλήνων, Σοφ. Αἴ. 1210· [[μνῆμα]]... διὰ χειρὸς ἔχων, δηλ. τὸ νεκρὸν [[σῶμα]] τοῦ υἱοῦ, ὁ αὐτ. ἐν Ἀντ. 1258. 2) ὕψωμά τι ἢ [[οἰκοδόμημα]] εἰς τιμὴν νεκροῦ, [[μνημεῖον]], [[τάφος]], μν. τάφου Ἰλ. Ψ. 619, Ἡρόδ. 7. 167, 228, καὶ Ἀττ.· ἐν τοῖς δημοσίοις μνήμασι κειμένους Δημ. 297. 15· - [[λάρναξ]], [[μνῆμα]] δέξαιθ’ ἕν, κέδρου τεχνάσματα, [[διότι]] αἱ λάρνακες κατεσκευάζοντο ἐκ κέδρου ἢ κυπαρίσσου, Εὐρ. Ὀρ. 1053· πρβλ. [[μνημεῖον]], [[μνημόσυνον]]. 3) [[ἀφιέρωμα]], [[ἀνάθημα]], εἴς τινα θεόν, Σιμωνίδ. παρὰ Θουκ. 1. 132, πρβλ. Ἐπίγραμμα παρὰ Διοδ. 11. 14, Ἀνθ. Π. 6. 215. ΙΙ. = [[μνήμη]], [[μνῆμα]] ἔχειν τινὸς Θέογν. 112.
|lstext='''μνῆμα''': Δωρ. [[μνᾶμα]], τό, ([[μνάομαι]], μιμνήσκω), τὸ Λατ. monimentum· Ι. [[ἀνάμνησις]], [[πρᾶγμα]] πρὸς ἀνάμνησιν προσώπου τινὸς ἢ πράγματος, [[μετὰ]] γεν., μνῆμ’ Ἑλένης χειρῶν Ὀδ. Ο. 126· [[μνῆμα]] ξείνοιο φίλοιο Φ. 40· μν. κάλλιστον ἄθλων Πινδ. Ο. 3. 27· μν. τῆς σῆς πορείας Αἰσχύλ. Πρ. 841, κτλ.· λυγρᾶς μνήματα Τροίας, τῶν παθημάτων τῶν Ἑλλήνων, Σοφ. Αἴ. 1210· [[μνῆμα]]... διὰ χειρὸς ἔχων, δηλ. τὸ νεκρὸν [[σῶμα]] τοῦ υἱοῦ, ὁ αὐτ. ἐν Ἀντ. 1258. 2) ὕψωμά τι ἢ [[οἰκοδόμημα]] εἰς τιμὴν νεκροῦ, [[μνημεῖον]], [[τάφος]], μν. τάφου Ἰλ. Ψ. 619, Ἡρόδ. 7. 167, 228, καὶ Ἀττ.· ἐν τοῖς δημοσίοις μνήμασι κειμένους Δημ. 297. 15· - [[λάρναξ]], [[μνῆμα]] δέξαιθ’ ἕν, κέδρου τεχνάσματα, [[διότι]] αἱ λάρνακες κατεσκευάζοντο ἐκ κέδρου ἢ κυπαρίσσου, Εὐρ. Ὀρ. 1053· πρβλ. [[μνημεῖον]], [[μνημόσυνον]]. 3) [[ἀφιέρωμα]], [[ἀνάθημα]], εἴς τινα θεόν, Σιμωνίδ. παρὰ Θουκ. 1. 132, πρβλ. Ἐπίγραμμα παρὰ Διοδ. 11. 14, Ἀνθ. Π. 6. 215. ΙΙ. = [[μνήμη]], [[μνῆμα]] ἔχειν τινὸς Θέογν. 112.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br /><b>I.</b> signe pour rappeler un souvenir, <i>particul.</i><br /><b>1</b> emblème <i>ou</i> monument commémoratif;<br /><b>2</b> tombeau;<br /><b>II.</b> souvenir.<br />'''Étymologie:''' R. Μεν, v. [[μιμνῄσκω]].
}}
}}