3,274,216
edits
(6_20) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μνάομαι''': συνῃρ. μνῶμαι· ἀποθ., ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. μόνον ἐν τῇ Ὀδ., [[ἐνίοτε]] ἐν τοῖς συνῃρ. τύποις μνᾶται, μνώμεθα, μνῶνται, μνάσθω, μνᾶσθαι, μνώμενος· [[ἐνίοτε]] οἱ συνῃρ. οὗτοι τύποι ἐκ νέου μηκύνονται, [[οἷον]] β΄ ἑνικ. ἐνεστ. μνάᾳ, ἀπαρ. μνάασθαι [μνᾱ-], μετοχ. [[μνωόμενος]], Ἰων. μνεώμενος Ἡρόδ. 1. 96, ἀλλὰ μνώμενος παρὰ τῷ αὐτῷ 1. 205· γ΄ πληθ. παρατ. μνώοντο, Ὅμ.· προστ. μνώεο Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 869, κ. ἀλλ.· εὐκτ. μνώοιο Μάξ. π. καταρχ. 74· [[ὡσαύτως]] Ἰων. παρατ. μνάσκετο Ὀδ. Υ. 290· - ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ.· (ἴδε ἐν τέλ.). Ι. ἐν τῇ Ἰλ., ὡς τὸ μιμνήσκομαι, [[σκέπτομαι]] [[περί]] τινος, [[μετὰ]] γεν., οὐ πολέμοιο... μνώοντο Β. 686· μνώοντ’ ὀλοοῖο φόβοιο Λ. 71., Π. 771· ἀπολ., μνωομένῳ, [[ὅταν]] ἐνθυμῶμαι αὐτόν, Δ. 106., Ο. 339· - [[ὡσαύτως]], [[στρέφω]] τὴν προσοχὴν ἢ τὴν διάνοιάν μου [[πρός]] τι, [[φύγαδε]] μνώοντο [[ἕκαστος]] Π. 697. ΙΙ. ἐν τῇ Ὀδ., ζητῶ νὰ κερδήσω γυναικός τινος τὴν ἀγάπην, ζητῶ τινα εἰς γυναῖκα, μετ’ αἰτ., μήτ’ αὐτὸν κτείνειν [[μήτε]] μνάασθαι ἄκοιτιν ἐπὶ τοῦ Αἰγίσθου, Ὀδ. Α. 39· τὴν πάντες μνώοντο Λ. 287· [[ἐνίοτε]] [[ἄνευ]] αἰτιατικῆς τινος ῥητῶς ἐκφραζομένης, ὡς Π. 77., Τ. 529. 2) μεθ’ Ὅμ., προσπαθῶ νὰ κερδήσω, νὰ καταλάβω, νὰ ἐπιτύχω εὐνοίας, ἀξιώματος, κτλ., ὡς τὸ Λατ. ambire, μνεώμενος ἀρχὴν Ἡρόδ. 1. 96· μνώμενος βασιληίην ὁ αὐτ. ἐν 1. 205· φιλοτιμίαν μνώμενοι ἢ στάσιν Πινδ. Ἀποσπάσ. 229· εὔνοιαν [[παρά]] τινος μν. Ἡρῳδιαν. 7. 9· πᾶσαν ἑαυτῷ πόλιν πατρίδα μν. Ἡλιόδ. 3. 14· - Ρῆμα Ἐπικ. καὶ Ἰων., ἐν χρήσει καὶ παρὰ μεταγεν. πεζοῖς (ἀλλὰ πρβλ. [[προμνάομαι]])· ὁ Εὔπολις λέγεται ὅτι μετεχειρίσθη τὸν ἀόρ. ἐμνήσατο, Φώτ. 273. 4. Ἴδε τὴν √ ΜΑ ἐν τέλει τοῦ μάω). Ἐντεῦθεν [[μνηστήρ]], [[μνηστεύω]], κτλ., καὶ μιμνήσκομαι· ἀλλὰ βαθμηδὸν τὰ δύο ῥήματα μιμνήσκομαι καὶ [[μνάομαι]] περιωρίσθησαν ἑκάτερον εἰς ἰδιαιτέραν σημασίαν). Πρβλ. Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 474. | |lstext='''μνάομαι''': συνῃρ. μνῶμαι· ἀποθ., ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. μόνον ἐν τῇ Ὀδ., [[ἐνίοτε]] ἐν τοῖς συνῃρ. τύποις μνᾶται, μνώμεθα, μνῶνται, μνάσθω, μνᾶσθαι, μνώμενος· [[ἐνίοτε]] οἱ συνῃρ. οὗτοι τύποι ἐκ νέου μηκύνονται, [[οἷον]] β΄ ἑνικ. ἐνεστ. μνάᾳ, ἀπαρ. μνάασθαι [μνᾱ-], μετοχ. [[μνωόμενος]], Ἰων. μνεώμενος Ἡρόδ. 1. 96, ἀλλὰ μνώμενος παρὰ τῷ αὐτῷ 1. 205· γ΄ πληθ. παρατ. μνώοντο, Ὅμ.· προστ. μνώεο Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 869, κ. ἀλλ.· εὐκτ. μνώοιο Μάξ. π. καταρχ. 74· [[ὡσαύτως]] Ἰων. παρατ. μνάσκετο Ὀδ. Υ. 290· - ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ.· (ἴδε ἐν τέλ.). Ι. ἐν τῇ Ἰλ., ὡς τὸ μιμνήσκομαι, [[σκέπτομαι]] [[περί]] τινος, [[μετὰ]] γεν., οὐ πολέμοιο... μνώοντο Β. 686· μνώοντ’ ὀλοοῖο φόβοιο Λ. 71., Π. 771· ἀπολ., μνωομένῳ, [[ὅταν]] ἐνθυμῶμαι αὐτόν, Δ. 106., Ο. 339· - [[ὡσαύτως]], [[στρέφω]] τὴν προσοχὴν ἢ τὴν διάνοιάν μου [[πρός]] τι, [[φύγαδε]] μνώοντο [[ἕκαστος]] Π. 697. ΙΙ. ἐν τῇ Ὀδ., ζητῶ νὰ κερδήσω γυναικός τινος τὴν ἀγάπην, ζητῶ τινα εἰς γυναῖκα, μετ’ αἰτ., μήτ’ αὐτὸν κτείνειν [[μήτε]] μνάασθαι ἄκοιτιν ἐπὶ τοῦ Αἰγίσθου, Ὀδ. Α. 39· τὴν πάντες μνώοντο Λ. 287· [[ἐνίοτε]] [[ἄνευ]] αἰτιατικῆς τινος ῥητῶς ἐκφραζομένης, ὡς Π. 77., Τ. 529. 2) μεθ’ Ὅμ., προσπαθῶ νὰ κερδήσω, νὰ καταλάβω, νὰ ἐπιτύχω εὐνοίας, ἀξιώματος, κτλ., ὡς τὸ Λατ. ambire, μνεώμενος ἀρχὴν Ἡρόδ. 1. 96· μνώμενος βασιληίην ὁ αὐτ. ἐν 1. 205· φιλοτιμίαν μνώμενοι ἢ στάσιν Πινδ. Ἀποσπάσ. 229· εὔνοιαν [[παρά]] τινος μν. Ἡρῳδιαν. 7. 9· πᾶσαν ἑαυτῷ πόλιν πατρίδα μν. Ἡλιόδ. 3. 14· - Ρῆμα Ἐπικ. καὶ Ἰων., ἐν χρήσει καὶ παρὰ μεταγεν. πεζοῖς (ἀλλὰ πρβλ. [[προμνάομαι]])· ὁ Εὔπολις λέγεται ὅτι μετεχειρίσθη τὸν ἀόρ. ἐμνήσατο, Φώτ. 273. 4. Ἴδε τὴν √ ΜΑ ἐν τέλει τοῦ μάω). Ἐντεῦθεν [[μνηστήρ]], [[μνηστεύω]], κτλ., καὶ μιμνήσκομαι· ἀλλὰ βαθμηδὸν τὰ δύο ῥήματα μιμνήσκομαι καὶ [[μνάομαι]] περιωρίσθησαν ἑκάτερον εἰς ἰδιαιτέραν σημασίαν). Πρβλ. Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 474. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶμαι;<br /><i>prés.</i> [[μνάομαι]] -ῶμαι, <i>impf.</i> ἐμναόμην-ώμην, <i>f.</i> [[μνήσομαι]], <i>ao.</i> [[ἐμνησάμην]], <i>pf.</i> [[μέμνημαι]] <i>commun avec</i> μιμνῄσκομαι;<br />penser à :<br /><b>I. 1</b> penser à, s’occuper de : [[περί]] τινος, de qch;<br /><b>2</b> se souvenir de, gén.;<br /><b>II.</b> <i>seul. au prés., à l’impf., à l’impf. itér.</i> désirer, <i>particul.</i><br /><b>1</b> désirer comme femme, rechercher en mariage, acc. ; μνᾶσθαι γάμον LUC rechercher en mariage;<br /><b>2</b> désirer, convoiter, ambitionner, rechercher <i>en gén.</i>, acc..<br />'''Étymologie:''' R. Μνα, penser ; cf. R. Μεν de [[μένος]] et Μνη de [[μιμνῄσκω]]. | |||
}} | }} |