Anonymous

μονοκρήπις: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_12)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μονοκρήπῑς''': -ῑδος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων μόνον ἓν [[σανδάλιον]], [[μονοπέδιλος]], Πινδ. Π. 4. 133, Ἀνθ. Π. 127, Λυκόφρ. 1310.
|lstext='''μονοκρήπῑς''': -ῑδος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων μόνον ἓν [[σανδάλιον]], [[μονοπέδιλος]], Πινδ. Π. 4. 133, Ἀνθ. Π. 127, Λυκόφρ. 1310.
}}
{{bailly
|btext=ιδος (ὁ, ἡ)<br />qui n’a qu’une chaussure.<br />'''Étymologie:''' [[μόνος]], [[κρηπίς]].
}}
}}