3,274,915
edits
(6_10) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μισθαρνικός''': -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς [[ἔργον]] μισθωτοῦ, ὁ πρὸς μισθὸν γενόμενος, ἐργασίαι, τέχναι Ἀριστ. Πολιτικ. 8. 2, 5, Ἠθικ. Ε. 1. 4, 2. | |lstext='''μισθαρνικός''': -ή, -όν, ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς [[ἔργον]] μισθωτοῦ, ὁ πρὸς μισθὸν γενόμενος, ἐργασίαι, τέχναι Ἀριστ. Πολιτικ. 8. 2, 5, Ἠθικ. Ε. 1. 4, 2. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />d’homme à gages, de mercenaire.<br />'''Étymologie:''' [[μισθάρνης]]. | |||
}} | }} |