Anonymous

μυξάριον: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_22)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μυξάριον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[μύξα]], ἡ, Μ. Ἀντων. 4. 48. 2) ὑποκορ. τοῦ [[μύξα]], τά, Ἡσύχ. (κατὰ τοὺς κώδικ. μυωξάρια).
|lstext='''μυξάριον''': τό, ὑποκορ. τοῦ [[μύξα]], ἡ, Μ. Ἀντων. 4. 48. 2) ὑποκορ. τοῦ [[μύξα]], τά, Ἡσύχ. (κατὰ τοὺς κώδικ. μυωξάρια).
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />un peu de morve.<br />'''Étymologie:''' dim. de [[μύξα]].
}}
}}