Anonymous

μυωπάζω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_6)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μυωπάζω''': εἶμαι [[μύωψ]], [[βλέπω]] ἀμυδρῶς, β΄ Ἐπιστ. Πέτρ. α΄, 9. ― [[Κατὰ]] Σουΐδ.: «ἐμυωπίασεν (ὡς εἰ ἐνεστ. [[μυωπιάζω]]), ἄκροις τοῖς ὀφθαλμοῖς προσέσχε».
|lstext='''μυωπάζω''': εἶμαι [[μύωψ]], [[βλέπω]] ἀμυδρῶς, β΄ Ἐπιστ. Πέτρ. α΄, 9. ― [[Κατὰ]] Σουΐδ.: «ἐμυωπίασεν (ὡς εἰ ἐνεστ. [[μυωπιάζω]]), ἄκροις τοῖς ὀφθαλμοῖς προσέσχε».
}}
{{bailly
|btext=avoir la vue courte, être myope.<br />'''Étymologie:''' [[μυώψ]].
}}
}}