Anonymous

μυκτήρ: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_11)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μυκτήρ''': ῆρος, ὁ, ([[μύσσομαι]]) ἡ ῥίς, «[[μύτη]]», [[ῥώθων]], Ἱππ. Ἐπιδημ. 1. 983· φλέγει δ’ ὁ μ., ἐπὶ τοῦ πυριπνόου ταύρου τοῦ Αἰήτου, Σοφ. Ἀποσπ. 320, πρβλ. Ἀριστοφ. Σφ. 1488, κτλ.· [[συχνάκις]] ὡς τὸ [[μυξωτῆρες]], ἐν τῷ πληθ. οἱ ῥώθωνες, Ἡρόδ. 3. 87, Ἀριστοφ. Βάτρ. 891, Ἀντιφάνης ἐν «Φιλοθηβαίῳ» 1. 6· ― μεταφορ., μ. λαμπάδος, ἡ ἐξέχουσα [[ἄκρα]] τοῦ λύχνου [[ἔνθα]] ἡ θρυαλίς, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 5. 2) ὡς ἐκ τῆς χρήσεως τῆς ῥινὸς πρὸς ἐκδήλωσιν χλεύης (πρβλ. [[μυκτηρίζω]]), [[μυκτηριστής]], ἐπὶ τοῦ Σωκράτους, Τίμων παρὰ Διογ. Λ. 2. 19, πρβλ. Ἀνθ. Π. 9. 188· ― [[ὡσαύτως]] [[σκῶμμα]], ἐμπαιγμός, [[περίγελως]], Λογγῖν. 34. 2. ΙΙ. ἐλέφαντος προβοσκίς, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 1, 6, π. Ζ. Μορ. 2. 16, 2, κ. ἀλλ.· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ τοῦ φυσητῆρος ἢ αὐλοῦ τῶν [[μαλακίων]], ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 6, 4· ― πρβλ. προβοσκίς.
|lstext='''μυκτήρ''': ῆρος, ὁ, ([[μύσσομαι]]) ἡ ῥίς, «[[μύτη]]», [[ῥώθων]], Ἱππ. Ἐπιδημ. 1. 983· φλέγει δ’ ὁ μ., ἐπὶ τοῦ πυριπνόου ταύρου τοῦ Αἰήτου, Σοφ. Ἀποσπ. 320, πρβλ. Ἀριστοφ. Σφ. 1488, κτλ.· [[συχνάκις]] ὡς τὸ [[μυξωτῆρες]], ἐν τῷ πληθ. οἱ ῥώθωνες, Ἡρόδ. 3. 87, Ἀριστοφ. Βάτρ. 891, Ἀντιφάνης ἐν «Φιλοθηβαίῳ» 1. 6· ― μεταφορ., μ. λαμπάδος, ἡ ἐξέχουσα [[ἄκρα]] τοῦ λύχνου [[ἔνθα]] ἡ θρυαλίς, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 5. 2) ὡς ἐκ τῆς χρήσεως τῆς ῥινὸς πρὸς ἐκδήλωσιν χλεύης (πρβλ. [[μυκτηρίζω]]), [[μυκτηριστής]], ἐπὶ τοῦ Σωκράτους, Τίμων παρὰ Διογ. Λ. 2. 19, πρβλ. Ἀνθ. Π. 9. 188· ― [[ὡσαύτως]] [[σκῶμμα]], ἐμπαιγμός, [[περίγελως]], Λογγῖν. 34. 2. ΙΙ. ἐλέφαντος προβοσκίς, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 1, 6, π. Ζ. Μορ. 2. 16, 2, κ. ἀλλ.· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ τοῦ φυσητῆρος ἢ αὐλοῦ τῶν [[μαλακίων]], ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 6, 4· ― πρβλ. προβοσκίς.
}}
{{bailly
|btext=ῆρος (ὁ) :<br />narine <i>litt.</i> la muqueuse, <i>d’où</i><br /><b>1</b> [[οἱ]] μυκτῆρες les narines, le nez ; <i>en parl. d’animaux</i> naseaux d’un cheval, narines d’un chien;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> flair ; raillerie, moquerie.<br />'''Étymologie:''' R. Μυκ, sécréter ; cf. [[μύξα]], <i>lat.</i> mungo.
}}
}}