3,253,925
edits
(6_10) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ναυπηγικός''': -ή, -όν, [[ἔμπειρος]], [[ἐπιτήδειος]] εἰς ναυπηγίαν, Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 10. 9· ― ἡ ναυπηγικὴ (δηλ. [[τέχνη]]), ἡ [[τέχνη]] τοῦ ναυπηγεῖν, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 1. 1, 3· ― οὕτω, τὸ ναυπηγικόν, Πλούτ. 2. 571F. | |lstext='''ναυπηγικός''': -ή, -όν, [[ἔμπειρος]], [[ἐπιτήδειος]] εἰς ναυπηγίαν, Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 10. 9· ― ἡ ναυπηγικὴ (δηλ. [[τέχνη]]), ἡ [[τέχνη]] τοῦ ναυπηγεῖν, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 1. 1, 3· ― οὕτω, τὸ ναυπηγικόν, Πλούτ. 2. 571F. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />qui concerne la construction navale ; τὸ ναυπηγικόν l’art de construire des navires.<br />'''Étymologie:''' [[ναυπηγός]]. | |||
}} | }} |