Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

νέμω: Difference between revisions

From LSJ
3,406 bytes added ,  9 August 2017
Bailly1_3
(6_13a)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''νέμω''': μέλλ. νεμῶ Σοφ. Αἴ. 513, (ἀπο-) Πλάτ. Φίληβ. 65Β· παρὰ μεταγεν., νεμήσω Λόγγος 2. 23: ἀόρ. ἔνειμα, Ἐπικ. νεῖμα Ἰλ. Γ. 274: πρκμ. νενέμηκα (δια-) Ξεν. Κύρ. 4. 5, 45: ― Μέσ., νέμομαι: μέλλ. νεμοῦμαι Θουκ. 4. 64, Δημ., Ἰων. νεμέομαι (ἀνα-) Ἡρόδ. 1. 173: παρὰ μεταγεν. νεμήσομαι, Διον. Ἁλ. 8. 71, Πλουτ., κλ.: ἀόρ. ἐνειμάμην Θουκ., κτλ.: παρὰ μεταγενεστ. ἐνεμησάμην, Κλέαρχ. παρ’ Ἀθην. 541Ε, Ἱππ. (ὑπο-)· ― Παθ., μέλλ. νεμηθήσομαι, Πλουτ. Ἆγις 14: ἀόρ. ἐνεμήθην, Πλάτ. Νόμ. 849C, Δημ. 956. 12 (κοινῶς νεμεθείσης): πρκμ. νενέμημαι Πλάτ., κτλ.· ἀλλ’ ὁ πρκμ. [[οὗτος]] κεῖται ἐπὶ [[μέσης]] σημασίας, Δημ. 1149. 23: πρβλ. [[προσνέμω]]: οὕτω καὶ ἀόρ. ἐνεμήθην, Ἀθήν. 677Ε, Πλούτ., κτλ. ― Ὁ Ὅμ. μεταχειρίζεται τοῦ ἐνεργ. μόνον τὸν ἐνεστ., παρατ. καὶ ἀόρ.· τοῦ δὲ μέσ. τὸν ἐνεστ. καὶ παρατ., πρβλ. ἀμφι-, ἀνα-, ἀπο-, δια-, ἐπι-, κατα-, προ-, προσ-, συν-, ὑπο-[[νέμω]]. (Ἐκ. τῆς √ΝΕΜ παράγονται [[ὡσαύτως]] αἱ λέξεις: νέμησις, νεμέτωρ, νομή, νομεύς, νομάω· [[ὡσαύτως]] νόμος, νομίζω, νόμισμα· καὶ νέμος, νομός· πιθαν. καὶ νέμεσις· ― πρβλ. Λατ. Num-a, Num-itor ([[νομοθέτης]]), num-erus (πρβλ. [[ἀνανέω]] ΙΙ), numm-us καὶ nem-us· Γοτθ. nim-an (λαμβάνειν, αἴρειν)· Ἀγγλο-Σαξονικ. nim-an (Ἀρχ. Ἀγγλ. nym, nim)· κτλ.). Α. [[διανέμω]], [[μοιράζω]], [[συχνάκις]] παρ’ Ὁμ. κατὰ τὸ πλεῖστον ἐπὶ φαγητοῦ καὶ ποτοῦ, π.χ. μοίρας, κύπελλα, κρέα, [[μέθυ]] νέμειν· ἀκολούθως σύνηθες ἐπὶ πάσης διανομῆς, ἰδίως τῆς παρὰ τῶν θεῶν, νέμει ὄλβον [[Ὀλύμπιος]] ἀνθρώποισιν Ὀδ. Ζ. 188· [[Ζεὺς]] τά τε καὶ τὰ νέμει Πινδ. Ι. 5. (4). 66, πρβλ. Π. 5. 74· θεῶν τὰ ἴσα νεμόντων Ἡρόδ. 6. 11, 109· [[Ζεὺς]] νέμων [[εἰκότως]] ἄδικα μὲν κακοῖς, ὅσια δ’ ἐννόμοις Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 404· ᾧ [δηλ. τῷ Διῒ] τὸν ὑπεραλγῆ χόλον νέμουσα, εἰς ὃν ἀφίνουσα τὴν ἀνταπόδοσιν ἢ τιμωρίαν, Σοφ. Ἠλ. 176· ― [[ὡσαύτως]] ἐπὶ ἀνθρώπων, [[ἀπονέμω]], ν. δευτερεῖά τινι Ἡρόδ. 1. 32, πρβλ. Θουκ. 3. 114· μοῖραν ν. τινι, [[ἀπονέμω]] εἴς τινα τὴν προσήκουσαν τιμήν, σεβασμόν, Αἰσχύλ. Πρ. 292· μητρὸς τιμὰς ν., [[σέβομαι]] τὰ δικαιώματα τῆς μητρός, ὁ αὐτ. ἐν Εὐμ. 624 (ἀλλὰ [[πρόσω]] ν. τιμὰς [[αὐτόθι]] 747, [[ἐκτείνω]] τὰ δικαιώματά μου, Λύκῳ... [[κῆπος]] Εὐβοίας ν. Σοφ. Ἀποσπ. 19· τὸ σὸν [[γέρας]] τιμὴν ἐμοὶ ν. ὁ αὐτ. ἐν Φιλ. 1062· ἐκείνῳ... αἰτίαν νέμει ὁ αὐτ. ἐν Αἴ. 28· ν. αἵρεσιν, [[παρέχω]] εἴς τινα τὴν ἐλευθερίαν ἐκλογῆς, [[αὐτόθι]] 265· τὸ πιστὸν τῆς ἀληθείας ν., τηρῶ αὐτήν, ὁ αὐτ. ἐν Τρ. 238· τῷ ὄχλῳ... πλέον ν. Εὐρ. Ἑκ. 868, πρβλ. Θουκ. 3. 48· τὸ ἧσσον Εὐρ. Ἱκέτ. 380· πλεῖον [[μέρος]] [[αὐτόθι]] 241· τὸ πλεῖστον ἡμέρας... [[μέρος]] ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 183· ἔλασσόν τινι Ἀντιφῶν 130. 27· [[χάριν]] τινὶ Ἀριστοφ. Ὄρν. 384· πενίᾳ καὶ πλούτῳ ν. τιμὴν Πλάτ. Νόμ. 696Α· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ δικαστῶν, κολαστήν... θάνατον ν. [[αὐτόθι]] 863Α· ― μετ’ ἀπαρ., [[νεῖμεν]] ἐμοί... τέρψιν ἰαύειν Σοφ. Αἴ. 1204. ― Παθ., ἐπὶ τοὺς Ἕλληνας νέμεται, ἀπονέμεται ἐλευθέρως εἰς αὐτούς, Ἡρόδ. 9. 7· [[κρεῶν]] μεστοὶ νενεμημένων, μεμερισμένων, Ξεν. Ἀν. 7. 3, 21· πλεῖστα μέρη ἡ [[οὐσία]] νενεμημένη, διῃρημένη εἰς..., Πλάτ. Παρμ. 144D. ΙΙ. Μέσ., «μοιράζομαι» μετ’ ἄλλων, [[ἑπομένως]], ἔχω καὶ [[κατέχω]] τι ὡς μερίδιόν μου, [[κατέχω]] ([[ὅθεν]] [[κληρονόμος]]), πατρώια πάντα νέμεσθαι, κατέχειν καὶ καρποῦσθαι, Ὀδ. Υ. 336· τὸ πλεῖστον ἐπὶ κτηματικῆς περιουσίας, τεμένη ν. Λ. 185, Ἰλ. Μ. 313· ἔργα ν. Β. 751, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 119, Λυσ. 146, 30·, 156. 4· [[τἆλλα]] νεμομένη, κατέχουσα..., Ἡρόδ. 4. 165· τὰ μέταλλα, τὰ ἐμπόρια, ὁ αὐτ. ἐν 7. 112, Θουκ. 1. 100: τὰ λήμματα ἃ νέμεσθε, [[ἅπερ]] καρποῦσθε, Δημ. 37. 25· ἀπολ., ἐμὲ οἴεσθ’ ὑμῖν εἰσοίσειν, ὑμεῖς δὲ νεμεῖσθαι... ὁ αὐτ. 579. 28. 2) κατοικῶ ἐν, ἐνοικῶ, ἄλσεα νέμεσθαι Ἰλ. Υ. 8· τὸ πλεῖστον μετ’ ὀνομάτων τόπων, οἳ νεμόμεσθ’ Ἰθάκην Ὀδ. Β. 167· οἵ θ’ Ὑρίην ἐνέμοντο καὶ Αὐλίδα πετρήεσσαν Ἰλ. Β. 496: ἀκολούθως παρὰ Πινδ., Ἡροδ., κλ.: νεμόμενοι τὰ αὑτῶν... ὅσον ἀποζῆν Θουκ. 1. 2· ἀπολ., κατοικῶ, Ἡρόδ. 4. 19, κτλ.· ― ἐπὶ [[πόλεων]], ὡς τὸ [[ναιετάω]], [[κεῖμαι]] ἐπί..., Φλέγρην... νεμόμεναι ὁ αὐτ. 7. 123. 3) παρὰ Πινδ. ἐπὶ χρόνου, δαπανῶ, [[διέρχομαι]], «περνῶ», αἰῶνα, ἡμέραν Ο. 2. 120, Ν. 10. 105· ― ἀπολ., ζῶ, [[διέρχομαι]] τὸν βίον, ἡσυχᾷ νεμόμενος Π. 11. 85. ΙΙΙ. Ἀπὸ τοῦ Πινδ. καὶ [[ἐφεξῆς]] τὸ ἐνερ. [[ὡσαύτως]] εὕρηται ἐπὶ τῆς [[μέσης]] σημασ., ἔχω, [[κατέχω]], [[ἕδος]] Ὀλύμπου ν. Ο. 2. 23· γῆν, χώραν νέμειν Ἡρόδ. 4. 191, Θουκ. 5. 42· πόλιν Σοφ. Ο. Κ. 879· ὅτι πλείστους ν. ἄνδρας, ἔχειν ὡς οἷόν τε πλείστους ἄνδρας, Στράβ. 526· ― [[ὡσαύτως]] ἀπολ., [[κατέχω]] γῆν, κατοικῶ, ν. περὶ τὴν λίμνην Ἡρόδ. 4. 188. ― Παθ., ἐπὶ τόπων, κατοικοῦμαι, νέμεσθαι ὑπό τινι 7. 158· καὶ ἀπολ., ἐπὶ χώρας, οἰκοῦμαι, συντηροῦμαι, καὶ [[μέχρι]] τοῦδε πολλὰ τῆς Ἑλλάδος τῷ παλαιῷ τρόπῳ νέμεται Θουκ. 1. 5 καὶ 6. 2) διοικῶ, κυβερνῶ, πόλιν, Ἡρόδ. 1. 59., 5. 29, 71, κτλ.· λαὸν Πινδ. Ο. 13. 37· πάντα Αἰσχύλ. Πρ. 526· ἀστραπᾶν κράτη ν. Σοφ. Ο. Τ. 201· κράτη καὶ θρόνους [[αὐτόθι]] 237, πρβλ. Αἴ. 1016· ― [[ὡσαύτως]], ν. οἴακα, κυβερνῶ, [[διευθύνω]] (πρβλ. [[νωμάω]]), Αἰσχύλ. Ἀγ. 802· ἀσπίδ’ εὔκυκλον ν. ὁ αὐτ. ἐν Θήβ. 590· ν. ἰσχὺν ἐπὶ σκήπτροισι, στηρίζομαι εἰς ῥάβδους, εἰς βακτηρίας, ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 76· ν. γλῶσσαν, χρῶμαι τῇ γλώσσῃ, [[αὐτόθι]] 687· ν. [[πόδα]] Πινδ. Ν. 6. 28· ― ἀπολ., κυβερνῶ, διοικῶ, ὃς Συρακόσσαισι ν. ὁ αὐτ. ἐν Π. 3. 124. 3) ὡς τὸ [[νομίζω]], θεωρῶ, [[παραδέχομαι]], σὲ [[νέμω]] θεὸν Σοφ. Ἠλ. 150, πρβλ. 598, Τρ. 483, Ο. Κ. 879, Αἴ. 1331· ([[οὕτως]] ἐν τῷ παθ., [[οὐδέ]] μοι ἐμμελέως τὸ Πιττάκειον νέμεται, δέν μοι φαίνεται [[καλῶς]] εἰρημένον, Σιμωνίδ. 8. 3)· ― [[ὡσαύτως]], καθιστῶ τοιοῦτον ἢ τοιοῦτον, τόν... Πακτωλὸν εὔχρυσον νέμειν Σοφ. Φιλ. 393· ― παρὰ πεζογράφοις, προστάτην νέμειν τινά, [[λαμβάνω]] ἢ [[ἐκλέγω]] ὡς προστάτην μου, Ἰσοκρ. 170Β, Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 1, 4· ἡγεμόνα ν. τινὰ Ἀγαθαρχ. παρ’ Ἀθην. 272D· οἱ νενεμημένοι, ἀθληταὶ κατὰ ζεύγη ἀποχωρισθέντες πρὸς ἀγῶνα, Πολύβ. 6. 47, 8. IV. = ἀναγινώσκω, ἀπαγγέλω, «διαβάζω», Σοφ. Ἀποσπ. 150· πρβλ. Ἡσύχ. Β. ἐπὶ βοσκῶν ἢ νομέων, ἄγω ἐπὶ νομήν, [[βόσκω]], περιποιοῦμαι, Λατ. pascere, ἀπολ., ἐπῆλθε νέμων, «βόσκων» (Σχόλ.), Ὀδ. Ι. 233· χώραν... ἱκανὴν νέμειν τε καὶ ἀροῦν, καὶ πρὸς βοσκὴν καὶ πρὸς καλλιέργειαν, Πλάτ. Πολ. 373D· μετ’ αἰτ., ὁ μὲν ἵππους νέμων, ὁ δὲ [[βοῦς]] Ἡρόδ. 8. 137, πρβλ. Εὐρ. Κύκλ. 28, κτλ.· κτήνη πληγῇ ν., διὰ πληγῶν, τύπτων [[ἐξάγω]] ἐπὶ νομήν, Πλάτ. Κριτί. 109Β, κτλ. 2) συχνότερον ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, ἐπὶ τῶν κτηνῶν, [[ἐξέρχομαι]] εἰς νομήν, βόσκομαι, Λατ. pasci, Ἰλ. Ε. 777., Ο. 639, Ὀδ. Ν. 407, Ἡρόδ. 8. 115, κτλ. (ἴδε ἐν λ. [[ἄφετος]])· μετ’ αἰτ. τόπου, [[διατρέχω]], ὡς [[λέαινα]]... δρύοχα νεμομένη Εὐρ. Ἠλ. 1163· κολοιοὶ ταπεινὰ ν. Πινδ. Ν. 3. 143· ― [[ἐντεῦθεν]] [[μετὰ]] συστοίχ. αἰτ., τρέφομαι ἔκ τινος, ἄνθεα ποίης νέμεσθαι Ὀδ. Ι. 449· νομὰς Ἡρόδ. 1. 78· χλόην Εὐρ. Βάκχ. 735· τὰ λευκὰ σήσαμα Ἀριστοφ. Ὄρν. 159· καὶ ἐπὶ ἀνδρῶν ἐσθίω, [[τρώγω]], Σοφ. Φιλ. 709· ― μεταφορ., ἐπὶ τοῦ [[πυρός]], [[κατακαίω]], [[καταναλίσκω]], [[καταβιβρώσκω]], (ὡς παρὰ Οὐεργ. depascitur artus), Ἰλ. Ψ. 177, Ἡρόδ. 5. 101· οὕτω, τὸ [[ψεῦδος]]... νέμεται τὴν ψυχὴν Πλουτ. 2. 165Α· ― ἀπολ., ἐπὶ ἑλκῶν καρκινοειδῶν, ἐξαπλοῦμαι, ἐκτείνομαι, ἐνέμετο [[πρόσω]] Ἡρόδ. 3. 133, πρβλ. Ἀρετ. π. Αἰτ. Ὀξ. Παθ. 1. 16, κτλ.· ― [[ἁπλῶς]], ν. ἐπὶ τὴν κνήμην ἐπιδέων, προχωρῶ πρὸς τὴν κνήμην ἐφαρμόζων τὸν ἐπίδεσμον, Ἱππ. π. Ἀγμ. 763. ΙΙ. μετ’ αἰτ. τόπου, ὄρη νέμειν, χρῆσθαι πρὸς νομήν], Ξεν. Κύρ. 3. 2, 20, πρβλ. luxuriem segetum depascit Οὐεργ. Γεωρ. 1. 112· καὶ ἐν τῷ παθ., [τὸ [[ὄρος]]] νέμεται αἰξὶ καὶ βουσὶ Ξεν. Ἀν. 4. 6, 17. 2)μεταφορ., πυρὶ νέμειν πόλιν, ἐρημνοῦν πόλιν διὰ τοῦ [[πυρός]], καταστρέφειν, Ἡρόδ. 6. 33· καὶ ἐν τῷ Παθ., πυρὶ χθὼν νέμεται, ἡ γῆ καταβιβρώσκεται, ἐρημοῦται ὑπὸ τοῦ [[πυρός]], Ἰλ. Β. 780· πυρὶ νέμεται... ἡ [[φάλαγξ]], [[εἶναι]] ἐκτεθειμένη εἰς τὴν μανίαν τοῦ [[πυρός]], Πλουτ. Ἀλέξ. 18. Πρβλ. [[ἐπινέμω]]. - Ἡ [[ἔννοια]] τοῦ βόσκειν [[εἶναι]] στενῶς συνδεδεμένη πρὸς τὴν τοῦ κατοικεῖν ἔν τινι τόπῳ· [[ἐπειδὴ]] παρὰ τοῖς ἀρχαίοις λαοῖς (οἵτινες ἦσαν νομάδες) ἡ βοσκὴ ἐσήμαινε κατοχὴν καὶ κυριότητα τῆς γῆς. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 480, 481, 483.
|lstext='''νέμω''': μέλλ. νεμῶ Σοφ. Αἴ. 513, (ἀπο-) Πλάτ. Φίληβ. 65Β· παρὰ μεταγεν., νεμήσω Λόγγος 2. 23: ἀόρ. ἔνειμα, Ἐπικ. νεῖμα Ἰλ. Γ. 274: πρκμ. νενέμηκα (δια-) Ξεν. Κύρ. 4. 5, 45: ― Μέσ., νέμομαι: μέλλ. νεμοῦμαι Θουκ. 4. 64, Δημ., Ἰων. νεμέομαι (ἀνα-) Ἡρόδ. 1. 173: παρὰ μεταγεν. νεμήσομαι, Διον. Ἁλ. 8. 71, Πλουτ., κλ.: ἀόρ. ἐνειμάμην Θουκ., κτλ.: παρὰ μεταγενεστ. ἐνεμησάμην, Κλέαρχ. παρ’ Ἀθην. 541Ε, Ἱππ. (ὑπο-)· ― Παθ., μέλλ. νεμηθήσομαι, Πλουτ. Ἆγις 14: ἀόρ. ἐνεμήθην, Πλάτ. Νόμ. 849C, Δημ. 956. 12 (κοινῶς νεμεθείσης): πρκμ. νενέμημαι Πλάτ., κτλ.· ἀλλ’ ὁ πρκμ. [[οὗτος]] κεῖται ἐπὶ [[μέσης]] σημασίας, Δημ. 1149. 23: πρβλ. [[προσνέμω]]: οὕτω καὶ ἀόρ. ἐνεμήθην, Ἀθήν. 677Ε, Πλούτ., κτλ. ― Ὁ Ὅμ. μεταχειρίζεται τοῦ ἐνεργ. μόνον τὸν ἐνεστ., παρατ. καὶ ἀόρ.· τοῦ δὲ μέσ. τὸν ἐνεστ. καὶ παρατ., πρβλ. ἀμφι-, ἀνα-, ἀπο-, δια-, ἐπι-, κατα-, προ-, προσ-, συν-, ὑπο-[[νέμω]]. (Ἐκ. τῆς √ΝΕΜ παράγονται [[ὡσαύτως]] αἱ λέξεις: νέμησις, νεμέτωρ, νομή, νομεύς, νομάω· [[ὡσαύτως]] νόμος, νομίζω, νόμισμα· καὶ νέμος, νομός· πιθαν. καὶ νέμεσις· ― πρβλ. Λατ. Num-a, Num-itor ([[νομοθέτης]]), num-erus (πρβλ. [[ἀνανέω]] ΙΙ), numm-us καὶ nem-us· Γοτθ. nim-an (λαμβάνειν, αἴρειν)· Ἀγγλο-Σαξονικ. nim-an (Ἀρχ. Ἀγγλ. nym, nim)· κτλ.). Α. [[διανέμω]], [[μοιράζω]], [[συχνάκις]] παρ’ Ὁμ. κατὰ τὸ πλεῖστον ἐπὶ φαγητοῦ καὶ ποτοῦ, π.χ. μοίρας, κύπελλα, κρέα, [[μέθυ]] νέμειν· ἀκολούθως σύνηθες ἐπὶ πάσης διανομῆς, ἰδίως τῆς παρὰ τῶν θεῶν, νέμει ὄλβον [[Ὀλύμπιος]] ἀνθρώποισιν Ὀδ. Ζ. 188· [[Ζεὺς]] τά τε καὶ τὰ νέμει Πινδ. Ι. 5. (4). 66, πρβλ. Π. 5. 74· θεῶν τὰ ἴσα νεμόντων Ἡρόδ. 6. 11, 109· [[Ζεὺς]] νέμων [[εἰκότως]] ἄδικα μὲν κακοῖς, ὅσια δ’ ἐννόμοις Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 404· ᾧ [δηλ. τῷ Διῒ] τὸν ὑπεραλγῆ χόλον νέμουσα, εἰς ὃν ἀφίνουσα τὴν ἀνταπόδοσιν ἢ τιμωρίαν, Σοφ. Ἠλ. 176· ― [[ὡσαύτως]] ἐπὶ ἀνθρώπων, [[ἀπονέμω]], ν. δευτερεῖά τινι Ἡρόδ. 1. 32, πρβλ. Θουκ. 3. 114· μοῖραν ν. τινι, [[ἀπονέμω]] εἴς τινα τὴν προσήκουσαν τιμήν, σεβασμόν, Αἰσχύλ. Πρ. 292· μητρὸς τιμὰς ν., [[σέβομαι]] τὰ δικαιώματα τῆς μητρός, ὁ αὐτ. ἐν Εὐμ. 624 (ἀλλὰ [[πρόσω]] ν. τιμὰς [[αὐτόθι]] 747, [[ἐκτείνω]] τὰ δικαιώματά μου, Λύκῳ... [[κῆπος]] Εὐβοίας ν. Σοφ. Ἀποσπ. 19· τὸ σὸν [[γέρας]] τιμὴν ἐμοὶ ν. ὁ αὐτ. ἐν Φιλ. 1062· ἐκείνῳ... αἰτίαν νέμει ὁ αὐτ. ἐν Αἴ. 28· ν. αἵρεσιν, [[παρέχω]] εἴς τινα τὴν ἐλευθερίαν ἐκλογῆς, [[αὐτόθι]] 265· τὸ πιστὸν τῆς ἀληθείας ν., τηρῶ αὐτήν, ὁ αὐτ. ἐν Τρ. 238· τῷ ὄχλῳ... πλέον ν. Εὐρ. Ἑκ. 868, πρβλ. Θουκ. 3. 48· τὸ ἧσσον Εὐρ. Ἱκέτ. 380· πλεῖον [[μέρος]] [[αὐτόθι]] 241· τὸ πλεῖστον ἡμέρας... [[μέρος]] ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 183· ἔλασσόν τινι Ἀντιφῶν 130. 27· [[χάριν]] τινὶ Ἀριστοφ. Ὄρν. 384· πενίᾳ καὶ πλούτῳ ν. τιμὴν Πλάτ. Νόμ. 696Α· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ δικαστῶν, κολαστήν... θάνατον ν. [[αὐτόθι]] 863Α· ― μετ’ ἀπαρ., [[νεῖμεν]] ἐμοί... τέρψιν ἰαύειν Σοφ. Αἴ. 1204. ― Παθ., ἐπὶ τοὺς Ἕλληνας νέμεται, ἀπονέμεται ἐλευθέρως εἰς αὐτούς, Ἡρόδ. 9. 7· [[κρεῶν]] μεστοὶ νενεμημένων, μεμερισμένων, Ξεν. Ἀν. 7. 3, 21· πλεῖστα μέρη ἡ [[οὐσία]] νενεμημένη, διῃρημένη εἰς..., Πλάτ. Παρμ. 144D. ΙΙ. Μέσ., «μοιράζομαι» μετ’ ἄλλων, [[ἑπομένως]], ἔχω καὶ [[κατέχω]] τι ὡς μερίδιόν μου, [[κατέχω]] ([[ὅθεν]] [[κληρονόμος]]), πατρώια πάντα νέμεσθαι, κατέχειν καὶ καρποῦσθαι, Ὀδ. Υ. 336· τὸ πλεῖστον ἐπὶ κτηματικῆς περιουσίας, τεμένη ν. Λ. 185, Ἰλ. Μ. 313· ἔργα ν. Β. 751, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 119, Λυσ. 146, 30·, 156. 4· [[τἆλλα]] νεμομένη, κατέχουσα..., Ἡρόδ. 4. 165· τὰ μέταλλα, τὰ ἐμπόρια, ὁ αὐτ. ἐν 7. 112, Θουκ. 1. 100: τὰ λήμματα ἃ νέμεσθε, [[ἅπερ]] καρποῦσθε, Δημ. 37. 25· ἀπολ., ἐμὲ οἴεσθ’ ὑμῖν εἰσοίσειν, ὑμεῖς δὲ νεμεῖσθαι... ὁ αὐτ. 579. 28. 2) κατοικῶ ἐν, ἐνοικῶ, ἄλσεα νέμεσθαι Ἰλ. Υ. 8· τὸ πλεῖστον μετ’ ὀνομάτων τόπων, οἳ νεμόμεσθ’ Ἰθάκην Ὀδ. Β. 167· οἵ θ’ Ὑρίην ἐνέμοντο καὶ Αὐλίδα πετρήεσσαν Ἰλ. Β. 496: ἀκολούθως παρὰ Πινδ., Ἡροδ., κλ.: νεμόμενοι τὰ αὑτῶν... ὅσον ἀποζῆν Θουκ. 1. 2· ἀπολ., κατοικῶ, Ἡρόδ. 4. 19, κτλ.· ― ἐπὶ [[πόλεων]], ὡς τὸ [[ναιετάω]], [[κεῖμαι]] ἐπί..., Φλέγρην... νεμόμεναι ὁ αὐτ. 7. 123. 3) παρὰ Πινδ. ἐπὶ χρόνου, δαπανῶ, [[διέρχομαι]], «περνῶ», αἰῶνα, ἡμέραν Ο. 2. 120, Ν. 10. 105· ― ἀπολ., ζῶ, [[διέρχομαι]] τὸν βίον, ἡσυχᾷ νεμόμενος Π. 11. 85. ΙΙΙ. Ἀπὸ τοῦ Πινδ. καὶ [[ἐφεξῆς]] τὸ ἐνερ. [[ὡσαύτως]] εὕρηται ἐπὶ τῆς [[μέσης]] σημασ., ἔχω, [[κατέχω]], [[ἕδος]] Ὀλύμπου ν. Ο. 2. 23· γῆν, χώραν νέμειν Ἡρόδ. 4. 191, Θουκ. 5. 42· πόλιν Σοφ. Ο. Κ. 879· ὅτι πλείστους ν. ἄνδρας, ἔχειν ὡς οἷόν τε πλείστους ἄνδρας, Στράβ. 526· ― [[ὡσαύτως]] ἀπολ., [[κατέχω]] γῆν, κατοικῶ, ν. περὶ τὴν λίμνην Ἡρόδ. 4. 188. ― Παθ., ἐπὶ τόπων, κατοικοῦμαι, νέμεσθαι ὑπό τινι 7. 158· καὶ ἀπολ., ἐπὶ χώρας, οἰκοῦμαι, συντηροῦμαι, καὶ [[μέχρι]] τοῦδε πολλὰ τῆς Ἑλλάδος τῷ παλαιῷ τρόπῳ νέμεται Θουκ. 1. 5 καὶ 6. 2) διοικῶ, κυβερνῶ, πόλιν, Ἡρόδ. 1. 59., 5. 29, 71, κτλ.· λαὸν Πινδ. Ο. 13. 37· πάντα Αἰσχύλ. Πρ. 526· ἀστραπᾶν κράτη ν. Σοφ. Ο. Τ. 201· κράτη καὶ θρόνους [[αὐτόθι]] 237, πρβλ. Αἴ. 1016· ― [[ὡσαύτως]], ν. οἴακα, κυβερνῶ, [[διευθύνω]] (πρβλ. [[νωμάω]]), Αἰσχύλ. Ἀγ. 802· ἀσπίδ’ εὔκυκλον ν. ὁ αὐτ. ἐν Θήβ. 590· ν. ἰσχὺν ἐπὶ σκήπτροισι, στηρίζομαι εἰς ῥάβδους, εἰς βακτηρίας, ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 76· ν. γλῶσσαν, χρῶμαι τῇ γλώσσῃ, [[αὐτόθι]] 687· ν. [[πόδα]] Πινδ. Ν. 6. 28· ― ἀπολ., κυβερνῶ, διοικῶ, ὃς Συρακόσσαισι ν. ὁ αὐτ. ἐν Π. 3. 124. 3) ὡς τὸ [[νομίζω]], θεωρῶ, [[παραδέχομαι]], σὲ [[νέμω]] θεὸν Σοφ. Ἠλ. 150, πρβλ. 598, Τρ. 483, Ο. Κ. 879, Αἴ. 1331· ([[οὕτως]] ἐν τῷ παθ., [[οὐδέ]] μοι ἐμμελέως τὸ Πιττάκειον νέμεται, δέν μοι φαίνεται [[καλῶς]] εἰρημένον, Σιμωνίδ. 8. 3)· ― [[ὡσαύτως]], καθιστῶ τοιοῦτον ἢ τοιοῦτον, τόν... Πακτωλὸν εὔχρυσον νέμειν Σοφ. Φιλ. 393· ― παρὰ πεζογράφοις, προστάτην νέμειν τινά, [[λαμβάνω]] ἢ [[ἐκλέγω]] ὡς προστάτην μου, Ἰσοκρ. 170Β, Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 1, 4· ἡγεμόνα ν. τινὰ Ἀγαθαρχ. παρ’ Ἀθην. 272D· οἱ νενεμημένοι, ἀθληταὶ κατὰ ζεύγη ἀποχωρισθέντες πρὸς ἀγῶνα, Πολύβ. 6. 47, 8. IV. = ἀναγινώσκω, ἀπαγγέλω, «διαβάζω», Σοφ. Ἀποσπ. 150· πρβλ. Ἡσύχ. Β. ἐπὶ βοσκῶν ἢ νομέων, ἄγω ἐπὶ νομήν, [[βόσκω]], περιποιοῦμαι, Λατ. pascere, ἀπολ., ἐπῆλθε νέμων, «βόσκων» (Σχόλ.), Ὀδ. Ι. 233· χώραν... ἱκανὴν νέμειν τε καὶ ἀροῦν, καὶ πρὸς βοσκὴν καὶ πρὸς καλλιέργειαν, Πλάτ. Πολ. 373D· μετ’ αἰτ., ὁ μὲν ἵππους νέμων, ὁ δὲ [[βοῦς]] Ἡρόδ. 8. 137, πρβλ. Εὐρ. Κύκλ. 28, κτλ.· κτήνη πληγῇ ν., διὰ πληγῶν, τύπτων [[ἐξάγω]] ἐπὶ νομήν, Πλάτ. Κριτί. 109Β, κτλ. 2) συχνότερον ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, ἐπὶ τῶν κτηνῶν, [[ἐξέρχομαι]] εἰς νομήν, βόσκομαι, Λατ. pasci, Ἰλ. Ε. 777., Ο. 639, Ὀδ. Ν. 407, Ἡρόδ. 8. 115, κτλ. (ἴδε ἐν λ. [[ἄφετος]])· μετ’ αἰτ. τόπου, [[διατρέχω]], ὡς [[λέαινα]]... δρύοχα νεμομένη Εὐρ. Ἠλ. 1163· κολοιοὶ ταπεινὰ ν. Πινδ. Ν. 3. 143· ― [[ἐντεῦθεν]] [[μετὰ]] συστοίχ. αἰτ., τρέφομαι ἔκ τινος, ἄνθεα ποίης νέμεσθαι Ὀδ. Ι. 449· νομὰς Ἡρόδ. 1. 78· χλόην Εὐρ. Βάκχ. 735· τὰ λευκὰ σήσαμα Ἀριστοφ. Ὄρν. 159· καὶ ἐπὶ ἀνδρῶν ἐσθίω, [[τρώγω]], Σοφ. Φιλ. 709· ― μεταφορ., ἐπὶ τοῦ [[πυρός]], [[κατακαίω]], [[καταναλίσκω]], [[καταβιβρώσκω]], (ὡς παρὰ Οὐεργ. depascitur artus), Ἰλ. Ψ. 177, Ἡρόδ. 5. 101· οὕτω, τὸ [[ψεῦδος]]... νέμεται τὴν ψυχὴν Πλουτ. 2. 165Α· ― ἀπολ., ἐπὶ ἑλκῶν καρκινοειδῶν, ἐξαπλοῦμαι, ἐκτείνομαι, ἐνέμετο [[πρόσω]] Ἡρόδ. 3. 133, πρβλ. Ἀρετ. π. Αἰτ. Ὀξ. Παθ. 1. 16, κτλ.· ― [[ἁπλῶς]], ν. ἐπὶ τὴν κνήμην ἐπιδέων, προχωρῶ πρὸς τὴν κνήμην ἐφαρμόζων τὸν ἐπίδεσμον, Ἱππ. π. Ἀγμ. 763. ΙΙ. μετ’ αἰτ. τόπου, ὄρη νέμειν, χρῆσθαι πρὸς νομήν], Ξεν. Κύρ. 3. 2, 20, πρβλ. luxuriem segetum depascit Οὐεργ. Γεωρ. 1. 112· καὶ ἐν τῷ παθ., [τὸ [[ὄρος]]] νέμεται αἰξὶ καὶ βουσὶ Ξεν. Ἀν. 4. 6, 17. 2)μεταφορ., πυρὶ νέμειν πόλιν, ἐρημνοῦν πόλιν διὰ τοῦ [[πυρός]], καταστρέφειν, Ἡρόδ. 6. 33· καὶ ἐν τῷ Παθ., πυρὶ χθὼν νέμεται, ἡ γῆ καταβιβρώσκεται, ἐρημοῦται ὑπὸ τοῦ [[πυρός]], Ἰλ. Β. 780· πυρὶ νέμεται... ἡ [[φάλαγξ]], [[εἶναι]] ἐκτεθειμένη εἰς τὴν μανίαν τοῦ [[πυρός]], Πλουτ. Ἀλέξ. 18. Πρβλ. [[ἐπινέμω]]. - Ἡ [[ἔννοια]] τοῦ βόσκειν [[εἶναι]] στενῶς συνδεδεμένη πρὸς τὴν τοῦ κατοικεῖν ἔν τινι τόπῳ· [[ἐπειδὴ]] παρὰ τοῖς ἀρχαίοις λαοῖς (οἵτινες ἦσαν νομάδες) ἡ βοσκὴ ἐσήμαινε κατοχὴν καὶ κυριότητα τῆς γῆς. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 480, 481, 483.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> νεμῶ, <i>ao.</i> [[ἔνειμα]], <i>pf.</i> νενέμηκα;<br /><b>A. I.</b> distribuer, partager :<br /><b>1</b> <i>en gén.</i> ἀρνῶν τρίχας κήρυκες νεῖμαν ἀρίστοις IL les hérauts distribuèrent aux chefs les poils des agneaux (offerts en sacrifice) ; <i>fig.</i> Ζεὺς νέμει ὄλβον ἀνθρώποισιν OD Zeus distribue le bonheur aux hommes ; τὰ ἴσαιν HDT donner à chacun une part égale ; attribuer une part, attribuer : [[τί]] τινι, qch à qqn ; avec l’inf. permettre, accorder, admettre;<br /><b>2</b> diviser, découper : [[κρέα]] νενεμημένα XÉN portions de viande;<br /><b>II.</b> <i>particul.</i> attribuer à un troupeau la partie du pâturage où on le mène paître ; faire paître, conduire au pâturage (<i>lat.</i> pascere) ; <i>Moy. en parl. du bétail</i> paître <i>(v. plus bas)</i> ; [[οἱ]] νέμοντες XÉN les bergers ; <i>fig.</i> nourrir, repaître (sa douleur, <i>etc.</i>) ; ὄρη ν. XÉN mener paître sur les montagnes ; <i>Pass.</i> τὸ [[ὄρος]] νέμεται αἰξί XÉN la montagne sert de lieu de pâturage à des chèvres ; <i>fig.</i> πυρὶ νέμειν χώρας HDT ravager, dévaster, détruire par le feu ; <i>Pass.</i> πυρὶ χθὼν νέμεται IL le pays est dévoré par le feu;<br /><b>III.</b> <i>à cause de la coutume des peuples pasteurs</i> (νομάδες) <i>pour qui le fait de faire paître ses troupeaux dans un pays était le signe de la prise de possession</i> avoir en son pouvoir ; posséder, avoir, occuper : τὸ [[χωρίον]] THC occuper le pays ; <i>en gén.</i> habiter;<br /><b>IV.</b> occuper, détenir ; diriger, conduire, gouverner, administrer : πόλιν HDT une cité ; ἀσπίδα ESCHL manier habilement un bouclier;<br /><b>V.</b> tenir pour, regarder comme (<i>cf. lat.</i> ducere), <i>avec</i> double acc. : ν. τινὰ θεόν SOPH regarder qqn comme un dieu, le respecter, l’honorer comme un dieu;<br /><b>VI.</b> choisir pour, admettre comme : προστάτην τινά ISOCR se choisir qqn d’entre les citoyens comme patron <i>ou</i> protecteur;<br /><b>B. <i>Moy.</i></b> [[νέμομαι]] (<i>f.</i> νεμοῦμαι, <i>ao.</i> ἐνειμάμην, <i>postér.</i> ἐνεμησάμην);<br /><b>I.</b> partager, distribuer qch entre soi :<br /><b>1</b> <i>en gén.</i>, acc.;<br /><b>2</b> posséder comme sa part, comme son bien : πατρώϊα πάντα OD tous les biens paternels;<br /><b>3</b> <i>p. suite, comme le paysan avait coutume d’habiter sur ses terres</i> occuper, habiter (<i>cf.</i> ἔχειν) : ἄλσεα ν. IL habiter des bois ; Ἰθάκην OD habiter Ithaque ; γῆν HDT, πόλιν HDT habiter un pays, une cité ; <i>abs.</i> habiter ; <i>en parl. de villes</i> être situé qqe part;<br /><b>II.</b> <i>en parl. du bétail</i> paître, <i>càd</i> aller au pâturage, se nourrir (<i>lat.</i> pasci) ; paître, manger ; <i>en parl. de pers.</i> se nourrir de, gén. ; <i>fig.</i> se repaître, <i>càd</i> dévorer autour de soi ; <i>qqf en b. part</i> s’étendre, se répandre : ἐπὶ τοὺς Ἕλληνας HDT parmi les Grecs;<br /><b>III.</b> avoir en son pouvoir, conduire, guider, administrer, acc..<br />'''Étymologie:''' R. Νεμ, partager, distribuer.
}}
}}