3,277,048
edits
(6_18) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μύουρος''': -ον, συγκεκλεισμένος, [[στενός]], ἐπὶ τοῦ στόματος τῶν ἰχθύων κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ ἀνερρωγὸς [[στόμα]], τῶν σαρκοβόρων ἰχθύων, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 3. 1, 13., 4. 13, 22· [[σχῆμα]] δὲ τοῦ ὑποθήματος κατὰ πύργον... ἐς μύουρον ἀνιόντα ἀπὸ εὐρυτέρου τοῦ [[κάτω]], καταλήγοντα εἰς ὀξύ, Παυσ. 10. 16, 1, πρβλ. Ἀπολλοδ. Πολιορκ. 37A, Φίλων Βελοπ. 83B. 2) συγκεκομμένος, περικεκομμένος, [[κολοβός]], ἐπὶ δραμάτων, Ἀριστ. Ποιητ. 26. 13· ἐπὶ περιόδων, ὁ αὐτ. ἐν Ρητ. 3. 9· σφυγμὸς Γαλην. (Ἂν καὶ κατὰ τὸν τύπον ἔπρεπε νὰ σημαίνῃ τὸν ἔχοντα μυὸς οὐράν, [[ὅμως]] κατὰ σημασίαν [[εἶναι]] [[ἁπλῶς]] = τῷ [[μείουρος]], [[ὅπερ]] καὶ ἀπαντᾷ ὡς διάφ. γραφ. ἐν τῇ Ρητορ. ἔνθ’ ἀνωτ.· ἐν δὲ Νικ. Θηρ. 287 τὸ [[μέτρον]] ἀπαιτεῖ [[μείουρος]], ἀλλ’ ἐν Διον. Π. 405 μυουρίζοντι). | |lstext='''μύουρος''': -ον, συγκεκλεισμένος, [[στενός]], ἐπὶ τοῦ στόματος τῶν ἰχθύων κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ ἀνερρωγὸς [[στόμα]], τῶν σαρκοβόρων ἰχθύων, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 3. 1, 13., 4. 13, 22· [[σχῆμα]] δὲ τοῦ ὑποθήματος κατὰ πύργον... ἐς μύουρον ἀνιόντα ἀπὸ εὐρυτέρου τοῦ [[κάτω]], καταλήγοντα εἰς ὀξύ, Παυσ. 10. 16, 1, πρβλ. Ἀπολλοδ. Πολιορκ. 37A, Φίλων Βελοπ. 83B. 2) συγκεκομμένος, περικεκομμένος, [[κολοβός]], ἐπὶ δραμάτων, Ἀριστ. Ποιητ. 26. 13· ἐπὶ περιόδων, ὁ αὐτ. ἐν Ρητ. 3. 9· σφυγμὸς Γαλην. (Ἂν καὶ κατὰ τὸν τύπον ἔπρεπε νὰ σημαίνῃ τὸν ἔχοντα μυὸς οὐράν, [[ὅμως]] κατὰ σημασίαν [[εἶναι]] [[ἁπλῶς]] = τῷ [[μείουρος]], [[ὅπερ]] καὶ ἀπαντᾷ ὡς διάφ. γραφ. ἐν τῇ Ρητορ. ἔνθ’ ἀνωτ.· ἐν δὲ Νικ. Θηρ. 287 τὸ [[μέτρον]] ἀπαιτεῖ [[μείουρος]], ἀλλ’ ἐν Διον. Π. 405 μυουρίζοντι). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />en forme de queue de rat, mince, effilé ; ἡ [[μύουρος]] queue de rat, <i>plante</i>.<br />'''Étymologie:''' [[μῦς]], [[οὐρά]]. | |||
}} | }} |