Anonymous

νεοχμόω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_2)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''νεοχμόω''': [[νεωτερίζω]], ποιῶ πολιτικοὺς νεωτερισμούς, Λατ. novas res tentare, κατὰ τὸ πλεῖστον μετ’ οὐδετ. ἐπιθέτ., μηδὲν [[ἄλλο]] νεοχμοῦν κατά τινα Ἡρόδ. 4. 201· μηδὲν νεοχμῶσαι κατά τινα ὁ αὐτ. 5. 19· πολλὰ ἐνεόχμωσε, πολλοὺς νεωτερισμοὺς ἐπήνεγκε, Θουκ. 1. 12, πρβλ. Διον. Ἁλ. 1. 89., 5. 74. ΙΙ. ἀνανεῶ, [[ἀνακαινίζω]], [[ἅπερ]] αὐτὸς νεοχμοῖ Ἀριστ. π. Κόσμ. 7, 1.
|lstext='''νεοχμόω''': [[νεωτερίζω]], ποιῶ πολιτικοὺς νεωτερισμούς, Λατ. novas res tentare, κατὰ τὸ πλεῖστον μετ’ οὐδετ. ἐπιθέτ., μηδὲν [[ἄλλο]] νεοχμοῦν κατά τινα Ἡρόδ. 4. 201· μηδὲν νεοχμῶσαι κατά τινα ὁ αὐτ. 5. 19· πολλὰ ἐνεόχμωσε, πολλοὺς νεωτερισμοὺς ἐπήνεγκε, Θουκ. 1. 12, πρβλ. Διον. Ἁλ. 1. 89., 5. 74. ΙΙ. ἀνανεῶ, [[ἀνακαινίζω]], [[ἅπερ]] αὐτὸς νεοχμοῖ Ἀριστ. π. Κόσμ. 7, 1.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>seul. prés. et ao.</i> ἐνεόχμωσα;<br />innover, changer l’état des affaires.<br />'''Étymologie:''' [[νεοχμός]].
}}
}}