Anonymous

νεόω: Difference between revisions

From LSJ
123 bytes added ,  9 August 2017
Bailly1_3
(6_6)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''νεόω''': ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἀόρ. α΄, ([[νέος]]) ἀνανεώνω, [[μεταβάλλω]], νέωσον Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 534. - Μέσ., τάφους ἐνεώσατο, ἀνενέωσεν, ἀνῳκοδόμησεν, Ἀνθ. Π. [[παράρτημα]] 147, πρβλ. [[ἀνανεόομαι]]. ΙΙ. = [[νεάω]], ἐνεώσαμεν νεώματα Γρηγ. Ναζ.
|lstext='''νεόω''': ἐν χρήσει μόνον κατ’ ἀόρ. α΄, ([[νέος]]) ἀνανεώνω, [[μεταβάλλω]], νέωσον Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 534. - Μέσ., τάφους ἐνεώσατο, ἀνενέωσεν, ἀνῳκοδόμησεν, Ἀνθ. Π. [[παράρτημα]] 147, πρβλ. [[ἀνανεόομαι]]. ΙΙ. = [[νεάω]], ἐνεώσαμεν νεώματα Γρηγ. Ναζ.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><i>seul. ao.</i> [[ἐνέωσα]];<br />renouveler.<br />'''Étymologie:''' [[νέος]].
}}
}}