Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μωραίνω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(ls test)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μωραίνω''': μέλλ. -ᾰνῶ, ἀόρ. ἐμώρᾱνα, (μῶρος)· - εἶμαι [[μωρός]], [[ἀνόητος]], Εὐρ. Μήδ. 614, Ξεν., κτλ.· φέρομαι ὡς [[μωρός]], [[ἀνοηταίνω]], Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 7. 4, 5· - μετ’ αἰτ. πράγμ., πεῖραν [[μωραίνω]], [[κάμνω]] μωρὰν ἀπόπειραν, Αἰσχύλ. Πέρσ. 719· [[οὐδείς]]... [[ταῦτα]] μωραίνει, κάμνει ταύτας τὰς ἀνοησίας, Εὐρ. Ἀποσπ. 284. 22, πρβλ. Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 7. 4, 5· ― εὐφημ. ἐπὶ ἀθεμίτου ἔρωτος, Εὐρ. Ἀνδρ. 674. ΙΙ. Μεταβ., [[κάμνω]] τι [[μωρόν]], ἀποδεικνύω τι [[μωρόν]], οὐχὶ ἐμώρανεν ὁ θεὸς τὴν σοφίαν τοῦ κόσμου τούτου; Α΄ Ἐπιστ. π. Κοριθ. α΄, 20. ― Παθ., [[γίνομαι]] [[μωρός]], φάσκοντες [[εἶναι]] σοφοὶ ἐμωράνθησαν Ἐπιστ. πρ. Ρωμ. α΄, 22, ἀσυνέτῳ καρδίᾳ καὶ μεμωραμένῃ σοφίᾳ Θ. Στουδ. 342Α· (ἀλλὰ μεμωρημένος, Κλήμ. Ἀλ. 234)· ἐπὶ ἅλατος, χάνω τὴν γεῦσίν μου, [[γίνομαι]] ἀνάλατος, ἐὰν δὲ τὸ [[ἅλας]] μωρανθῇ, ἐν τίνι ἁλισθήσεται; Εὐαγγ. κ. Ματθ. ε΄, 13.
|lstext='''μωραίνω''': μέλλ. -ᾰνῶ, ἀόρ. ἐμώρᾱνα, (μῶρος)· - εἶμαι [[μωρός]], [[ἀνόητος]], Εὐρ. Μήδ. 614, Ξεν., κτλ.· φέρομαι ὡς [[μωρός]], [[ἀνοηταίνω]], Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 7. 4, 5· - μετ’ αἰτ. πράγμ., πεῖραν [[μωραίνω]], [[κάμνω]] μωρὰν ἀπόπειραν, Αἰσχύλ. Πέρσ. 719· [[οὐδείς]]... [[ταῦτα]] μωραίνει, κάμνει ταύτας τὰς ἀνοησίας, Εὐρ. Ἀποσπ. 284. 22, πρβλ. Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 7. 4, 5· ― εὐφημ. ἐπὶ ἀθεμίτου ἔρωτος, Εὐρ. Ἀνδρ. 674. ΙΙ. Μεταβ., [[κάμνω]] τι [[μωρόν]], ἀποδεικνύω τι [[μωρόν]], οὐχὶ ἐμώρανεν ὁ θεὸς τὴν σοφίαν τοῦ κόσμου τούτου; Α΄ Ἐπιστ. π. Κοριθ. α΄, 20. ― Παθ., [[γίνομαι]] [[μωρός]], φάσκοντες [[εἶναι]] σοφοὶ ἐμωράνθησαν Ἐπιστ. πρ. Ρωμ. α΄, 22, ἀσυνέτῳ καρδίᾳ καὶ μεμωραμένῃ σοφίᾳ Θ. Στουδ. 342Α· (ἀλλὰ μεμωρημένος, Κλήμ. Ἀλ. 234)· ἐπὶ ἅλατος, χάνω τὴν γεῦσίν μου, [[γίνομαι]] ἀνάλατος, ἐὰν δὲ τὸ [[ἅλας]] μωρανθῇ, ἐν τίνι ἁλισθήσεται; Εὐαγγ. κ. Ματθ. ε΄, 13.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> μωρανῶ, <i>ao.</i> ἐμώρανα;<br /><i>Pass. ao.</i> ἐμωράνθην, <i>pf.</i> μεμώραμαι;<br />être hébété, être sot, être fou, agir <i>ou</i> parler follement ; [[πεῖραν]] μ. ESCHL tenter follement une entreprise.<br />'''Étymologie:''' [[μωρός]].
}}
}}