Anonymous

νεούτατος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_15)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''νεούτᾰτος''': -ον, ([[οὐτάω]]) ὁ νεωστὶ τραυματισθείς, ἄλλον... νεούτατον, ἄλλον ἄουτον Ἰλ. Σ. 536, πρβλ. Ν. 539, Ἡσιόδ. Ἀσπ. Ἡρ. 157, 253.
|lstext='''νεούτᾰτος''': -ον, ([[οὐτάω]]) ὁ νεωστὶ τραυματισθείς, ἄλλον... νεούτατον, ἄλλον ἄουτον Ἰλ. Σ. 536, πρβλ. Ν. 539, Ἡσιόδ. Ἀσπ. Ἡρ. 157, 253.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />nouvellement blessé.<br />'''Étymologie:''' [[νέος]], [[οὐτάω]].
}}
}}