Anonymous

μωρός: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_4)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μωρός''': -ά, -όν, Ἀττ. μῶρος (Ἀρκάδ. 69. 13), μῶρος ὡς θηλ., Εὐρ. Μήδ. 60· ― [[κυρίως]] [[νωθρός]], [[ἀμβλύς]], ἄτονος, ἐπὶ τῶν νεύρων, Ἱππ. 232. 25· χειμῶνος ἀρχομένου μ. γίνονται οἱ ἐργάται τῶν σφηκῶν Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 41, 4. 2) ἐπὶ τοῦ νοῦ, [[ἀμβλύς]], [[νωθρός]], [[ἀνόητος]], [[ἄφρων]], Σιμωνίδ. 6. 7, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 303· ἐπὶ προσώπων, Σοφ. Ἀντ. 220, 470, κτλ.· ― τὸ [[μωρόν]], [[μωρία]], [[ἀνοησία]], Εὐρ. Ἱππ. 966. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, Σοφ. Ο. Τ. 540, κτλ.· μῶρα φρονεῖν, φωνεῖν, δρᾶν, λέγειν ὁ αὐτ. ἐν Αἴ. 594, ἐν Ο. Τ. 433, ἐν Ἀντ. 469, Εὐρ. Βάκχ. 369· βουλεύεσθαι Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 474. 2) ἐπὶ γεύσεως, [[ἀνούσιος]], [[ἄνοστος]], Λατ. fatuus, Κωμικ. Ἀνών. 220, Διοσκ. 4. 19. ΙΙΙ. Ἐπίρρ. μώρως καὶ -ρῶς, ἀσυνέτως, ἀνοήτως, εὐήθως, Ξεν. Ἀν. 7. 6, 21, [[Πολυδ]]. Ε΄, 121, κλ. (Ἐντεῦθεν: [[μωρία]], [[μωραίνω]], [[μωρόομαι]]· πρβλ. Λατιν. morus, morio, morosus· ὁ Pictet παραβάλλει τὴν λέξιν πρὸς τὸ τῶν Βεδῶν mûras (stultus)).
|lstext='''μωρός''': -ά, -όν, Ἀττ. μῶρος (Ἀρκάδ. 69. 13), μῶρος ὡς θηλ., Εὐρ. Μήδ. 60· ― [[κυρίως]] [[νωθρός]], [[ἀμβλύς]], ἄτονος, ἐπὶ τῶν νεύρων, Ἱππ. 232. 25· χειμῶνος ἀρχομένου μ. γίνονται οἱ ἐργάται τῶν σφηκῶν Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 41, 4. 2) ἐπὶ τοῦ νοῦ, [[ἀμβλύς]], [[νωθρός]], [[ἀνόητος]], [[ἄφρων]], Σιμωνίδ. 6. 7, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 303· ἐπὶ προσώπων, Σοφ. Ἀντ. 220, 470, κτλ.· ― τὸ [[μωρόν]], [[μωρία]], [[ἀνοησία]], Εὐρ. Ἱππ. 966. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, Σοφ. Ο. Τ. 540, κτλ.· μῶρα φρονεῖν, φωνεῖν, δρᾶν, λέγειν ὁ αὐτ. ἐν Αἴ. 594, ἐν Ο. Τ. 433, ἐν Ἀντ. 469, Εὐρ. Βάκχ. 369· βουλεύεσθαι Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 474. 2) ἐπὶ γεύσεως, [[ἀνούσιος]], [[ἄνοστος]], Λατ. fatuus, Κωμικ. Ἀνών. 220, Διοσκ. 4. 19. ΙΙΙ. Ἐπίρρ. μώρως καὶ -ρῶς, ἀσυνέτως, ἀνοήτως, εὐήθως, Ξεν. Ἀν. 7. 6, 21, [[Πολυδ]]. Ε΄, 121, κλ. (Ἐντεῦθεν: [[μωρία]], [[μωραίνω]], [[μωρόομαι]]· πρβλ. Λατιν. morus, morio, morosus· ὁ Pictet παραβάλλει τὴν λέξιν πρὸς τὸ τῶν Βεδῶν mûras (stultus)).
}}
{{bailly
|btext=ά, όν :<br /><i>att.</i> [[μῶρος]], α <i>ou</i> ος, ον :<br />émoussé, hébété ; <i>au mor.</i> sot, fou, insensé ; τὸ μῶρον EUR les désirs impurs;<br /><i>Sp.</i> μωρότατος.<br />'''Étymologie:''' cf. μῶλυς.
}}
}}