Anonymous

μύδρος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_14)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μύδρος''': ὁ, [[ὄγκος]] πεπυρακτωμένος, [[κυρίως]] σιδήρου, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 297· [[καθόλου]], [[ὄγκος]] μετάλλου ἔτι καὶ μὴ πεπυρακτωμένος, [[σιδήρεος]] Ἡρόδ. 1. 165· Πακτώλιος μ., [[ὄγκος]] [χρυσοῦ] ἐκ τοῦ Πακτωλοῦ, Λυκόφρ. 272· μύδρους [[αἴρω]] χεροῖν, κρατῶ πεπυρακτωμένον [[σίδηρον]] ἐν ταῖς χερσί, - [[βάσανος]], οἵα ἡ «[[κρίσις]] τοῦ Θεοῦ» κατὰ τὸν [[μέσον]] αἰῶνα, - Σοφ. Ἀντ. 264· μ. [[διάπυρος]], [[ὄγκος]] μετάλλου πεπυρωμένος, ἐπὶ τοῦ ἡλίου, Ἀναξαγ. παρὰ Διογ. Λ. 2. 8 καὶ 15, πρβλ. Πόρσ. εἰς Εὐρ. Ὀρ. 971· οὕτω, μ. ἀστέρος Κριτίας 9. 35· μ. διάπυροι, οἱ λίθοι οὓς ἐξερεύγεται ἡ Αἴτνη, Ἀριστ. π. Κόσμ. 4. 26, πρβλ. Στράβ. 274· ἀλλὰ καὶ διάπυροι λίθοι ἢ τεμάχια μετάλλου, δι’ ὧν ἐθερμαίνετο [[ὕδωρ]], Ἱππ. 652. 54, πρβλ. 298. 22· - Καθόλου, [[λίθος]], Καλλ. Ἀποσπ. 209, Ὀρφ. - Ἡ [[λέξις]] ἀπαντᾷ εἰς ἕνα ἢ δύο στίχους νόθους οὓς ὁ Εὐστ. ἀνεγίνωσκε [[μετὰ]] τὸν 30ὸν στίχ. ἐν Ἰλ. Ο, ἴδε Heyne τ. 7, σ. 12, Spitzn. εἰς στίχ. 22.
|lstext='''μύδρος''': ὁ, [[ὄγκος]] πεπυρακτωμένος, [[κυρίως]] σιδήρου, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 297· [[καθόλου]], [[ὄγκος]] μετάλλου ἔτι καὶ μὴ πεπυρακτωμένος, [[σιδήρεος]] Ἡρόδ. 1. 165· Πακτώλιος μ., [[ὄγκος]] [χρυσοῦ] ἐκ τοῦ Πακτωλοῦ, Λυκόφρ. 272· μύδρους [[αἴρω]] χεροῖν, κρατῶ πεπυρακτωμένον [[σίδηρον]] ἐν ταῖς χερσί, - [[βάσανος]], οἵα ἡ «[[κρίσις]] τοῦ Θεοῦ» κατὰ τὸν [[μέσον]] αἰῶνα, - Σοφ. Ἀντ. 264· μ. [[διάπυρος]], [[ὄγκος]] μετάλλου πεπυρωμένος, ἐπὶ τοῦ ἡλίου, Ἀναξαγ. παρὰ Διογ. Λ. 2. 8 καὶ 15, πρβλ. Πόρσ. εἰς Εὐρ. Ὀρ. 971· οὕτω, μ. ἀστέρος Κριτίας 9. 35· μ. διάπυροι, οἱ λίθοι οὓς ἐξερεύγεται ἡ Αἴτνη, Ἀριστ. π. Κόσμ. 4. 26, πρβλ. Στράβ. 274· ἀλλὰ καὶ διάπυροι λίθοι ἢ τεμάχια μετάλλου, δι’ ὧν ἐθερμαίνετο [[ὕδωρ]], Ἱππ. 652. 54, πρβλ. 298. 22· - Καθόλου, [[λίθος]], Καλλ. Ἀποσπ. 209, Ὀρφ. - Ἡ [[λέξις]] ἀπαντᾷ εἰς ἕνα ἢ δύο στίχους νόθους οὓς ὁ Εὐστ. ἀνεγίνωσκε [[μετὰ]] τὸν 30ὸν στίχ. ἐν Ἰλ. Ο, ἴδε Heyne τ. 7, σ. 12, Spitzn. εἰς στίχ. 22.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />masse de fer rougie au feu.<br />'''Étymologie:''' DELG [[μυδάω]].
}}
}}