Anonymous

μύρτος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_9)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μύρτος''': ἡ, [[μυρσίνη]], «μυρτ~ιά», Λατιν. myrtus, Σιμων. 22, Σκόλ. παρ’ Ἀθην. 695Β, κτλ. ΙΙ. [[κλάδος]] ἢ βλαστὸς μυρσίνης, Πινδ. Ι. 4 (3). 117˙ [[στέφανος]] [[μύρτων]] Ἀριστοφ. Βάτρ. 330.
|lstext='''μύρτος''': ἡ, [[μυρσίνη]], «μυρτ~ιά», Λατιν. myrtus, Σιμων. 22, Σκόλ. παρ’ Ἀθην. 695Β, κτλ. ΙΙ. [[κλάδος]] ἢ βλαστὸς μυρσίνης, Πινδ. Ι. 4 (3). 117˙ [[στέφανος]] [[μύρτων]] Ἀριστοφ. Βάτρ. 330.
}}
{{bailly
|btext=ου (ἡ) :<br /><b>1</b> myrte, arbrisseau;<br /><b>2</b> branche de myrte;<br /><b>3</b> « le bouton », le clitoris.<br />'''Étymologie:''' cf. [[μύρτον]].
}}
}}