Anonymous

νεῦσις: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_9)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''νεῦσις''': ἡ, ([[νεύω]]) ἡ [[κλίσις]] γραμμῶν [[πρός]] τι [[σημεῖον]], Τίμ. Λοκρ. 100D, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 1. 3, 11, Πλούτ. 2. 1122C. ΙΙ. νεύσει τινός, κατ’ ἐπίνευσιν, τῇ συναινέσει τινός, Συλλ. Ἐπιγρ. 8633.
|lstext='''νεῦσις''': ἡ, ([[νεύω]]) ἡ [[κλίσις]] γραμμῶν [[πρός]] τι [[σημεῖον]], Τίμ. Λοκρ. 100D, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 1. 3, 11, Πλούτ. 2. 1122C. ΙΙ. νεύσει τινός, κατ’ ἐπίνευσιν, τῇ συναινέσει τινός, Συλλ. Ἐπιγρ. 8633.
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br />inclinaison vers la terre.<br />'''Étymologie:''' [[νεύω]].
}}
}}