Anonymous

νεωλκός: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_14)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''νεωλκός''': ὁ, ([[ναῦς]], [[ἕλκω]]) ὁ ἀνασύρων [[πλοῖον]] εἰς τὴν ξηρὰν ἢ ἐκ τῆς ξηρᾶς καθελκύων εἰς τὴν θάλασσαν, Ἀριστ. Φυσ. 7. 5, 4, [[Πολυδ]]. Ζ΄, 190., Ι΄, 148· πρβλ. [[ὁλκός]].
|lstext='''νεωλκός''': ὁ, ([[ναῦς]], [[ἕλκω]]) ὁ ἀνασύρων [[πλοῖον]] εἰς τὴν ξηρὰν ἢ ἐκ τῆς ξηρᾶς καθελκύων εἰς τὴν θάλασσαν, Ἀριστ. Φυσ. 7. 5, 4, [[Πολυδ]]. Ζ΄, 190., Ι΄, 148· πρβλ. [[ὁλκός]].
}}
{{bailly
|btext=ός, όν :<br />qui tire les vaisseux à sec.<br />'''Étymologie:''' [[ναῦς]], [[ἕλκω]].
}}
}}