Anonymous

νέποδες: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_15)
(Bailly1_3)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''νέποδες''': οἱ· - ἐν Ὀδ. Δ. 404, αἱ φῶκαι καλοῦνται [[νέποδες]] καλῆς Ἁλοσύδνης, δηλ. πιθαν. τὰ νεογνὰ ἢ τέκνα τῆς Ἁλοσ.· - [[διότι]] ὁ Εὐστ. λέγει ὅτι: νέπους ἦτο, κατὰ γλῶσσάν τινα, = [[ἀπόγονος]] (1502. 36)· καὶ [[οὕτως]] ἐξελάμβανον τὴν λέξιν οἱ Ἀλεξανδρ. ποιηταί, ἀθάνατοι δὲ καλεῦνται ἑοὶ [[νέποδες]] Θεόκρ. 17. 25· Γοργοφόνοι [[νέποδες]] Κλέων ὁ ἐλεγειοποιὸς ἐν Μεγ. Ἐτυμ. 389. 28· ὁ [[Κεῖος]] Ὑλλίκου νέπους Καλλ. Ἀποσπ. 77. πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1745. Ἐντεῦθεν ὁ Κούρτ. θεωρεῖ τὴν ῥίζαν ὡς τὴν αὐτὴν τῇ τῆς λέξεως [[ἀνεψιός]], Λατ. nepos, nepotes. ― Ἄλλοι ἐκ τῶν γραμματ. ἐπενόησαν παραδόξους ἐτυμολογίας: 1) κατὰ τὸν Ἀπίωνα ἐκ τοῦ νε- (ἀντὶ νη- στερητ.), [[πούς]], = οἱ [[ἄνευ]] ποδῶν, ἄποδες· ἀλλ’ οὐδὲν ἀρνητικὸν [[μόριον]] νε- ὑπάρχει ἀλλαχοῦ που, ἐκτὸς ἂν θεωρηθῇ ὡς ὑπάρχον ἐν τῇ λέξ. [[νέκταρ]]. 2) κατὰ τὸν Ἀπολλ. ἐν Ὁμηρ. Λεξ. 472, Ἐτυμ. Γουδ. 405. 49, ἐκ τοῦ νέω [[νήχω]], κολυμβῶ, [[ἑπομένως]] = νηξίποδες, οἱ διὰ τῶν ποδῶν κολυμβῶντες ἢ νηκτικοὺς πόδας ἔχοντες· ― καὶ βεβαίως ἡ λέξ. ἐθεωρεῖτο ὡς σημαίνουσα ὑδρόβια ζῷα, ἰχθῦς ἔτι καὶ ὑπὸ τοῦ Καλλ., θαλασσαίων μυνδότεροι νεπόδων Ἀποσπ. 160, πρβλ. Νικ. Ἀλεξιφ. 468, 485, Ἀνθ. Π. 6. 11., 11. 63, Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 6. 40· ― οὕτω, κατὰ τὸ Παρισ. Ἀντίγραφ., ἐν τῷ Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 78, ἕκαστά τε φῦλα νεπούδων. ― Τὸ ἑνικ. νέπους ἀπαντᾷ ἐν Καλλ. Ἀποσπ. 77, Νικ. Ἀλεξιφ. 485· καὶ αἰτ. νέποδα = ἰχθὺν ἐν ἀδοκίμῳ τινὶ Ἐπιγρ. παρὰ Schäf εἰς Γρηγ. 682.
|lstext='''νέποδες''': οἱ· - ἐν Ὀδ. Δ. 404, αἱ φῶκαι καλοῦνται [[νέποδες]] καλῆς Ἁλοσύδνης, δηλ. πιθαν. τὰ νεογνὰ ἢ τέκνα τῆς Ἁλοσ.· - [[διότι]] ὁ Εὐστ. λέγει ὅτι: νέπους ἦτο, κατὰ γλῶσσάν τινα, = [[ἀπόγονος]] (1502. 36)· καὶ [[οὕτως]] ἐξελάμβανον τὴν λέξιν οἱ Ἀλεξανδρ. ποιηταί, ἀθάνατοι δὲ καλεῦνται ἑοὶ [[νέποδες]] Θεόκρ. 17. 25· Γοργοφόνοι [[νέποδες]] Κλέων ὁ ἐλεγειοποιὸς ἐν Μεγ. Ἐτυμ. 389. 28· ὁ [[Κεῖος]] Ὑλλίκου νέπους Καλλ. Ἀποσπ. 77. πρβλ. Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1745. Ἐντεῦθεν ὁ Κούρτ. θεωρεῖ τὴν ῥίζαν ὡς τὴν αὐτὴν τῇ τῆς λέξεως [[ἀνεψιός]], Λατ. nepos, nepotes. ― Ἄλλοι ἐκ τῶν γραμματ. ἐπενόησαν παραδόξους ἐτυμολογίας: 1) κατὰ τὸν Ἀπίωνα ἐκ τοῦ νε- (ἀντὶ νη- στερητ.), [[πούς]], = οἱ [[ἄνευ]] ποδῶν, ἄποδες· ἀλλ’ οὐδὲν ἀρνητικὸν [[μόριον]] νε- ὑπάρχει ἀλλαχοῦ που, ἐκτὸς ἂν θεωρηθῇ ὡς ὑπάρχον ἐν τῇ λέξ. [[νέκταρ]]. 2) κατὰ τὸν Ἀπολλ. ἐν Ὁμηρ. Λεξ. 472, Ἐτυμ. Γουδ. 405. 49, ἐκ τοῦ νέω [[νήχω]], κολυμβῶ, [[ἑπομένως]] = νηξίποδες, οἱ διὰ τῶν ποδῶν κολυμβῶντες ἢ νηκτικοὺς πόδας ἔχοντες· ― καὶ βεβαίως ἡ λέξ. ἐθεωρεῖτο ὡς σημαίνουσα ὑδρόβια ζῷα, ἰχθῦς ἔτι καὶ ὑπὸ τοῦ Καλλ., θαλασσαίων μυνδότεροι νεπόδων Ἀποσπ. 160, πρβλ. Νικ. Ἀλεξιφ. 468, 485, Ἀνθ. Π. 6. 11., 11. 63, Νόνν. Εὐαγγ. κ. Ἰω. 6. 40· ― οὕτω, κατὰ τὸ Παρισ. Ἀντίγραφ., ἐν τῷ Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 78, ἕκαστά τε φῦλα νεπούδων. ― Τὸ ἑνικ. νέπους ἀπαντᾷ ἐν Καλλ. Ἀποσπ. 77, Νικ. Ἀλεξιφ. 485· καὶ αἰτ. νέποδα = ἰχθὺν ἐν ἀδοκίμῳ τινὶ Ἐπιγρ. παρὰ Schäf εἰς Γρηγ. 682.
}}
{{bailly
|btext=v. [[νέπους]].
}}
}}