Anonymous

νεοσσός: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_5)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''νεοσσός''': Ἀττ. νεοττός, ὁ, ([[νέος]]) νεογέννητον μικρὸν πτηνόν, [[ὀρνίθιον]], Ἰλ. Β. 311, Ι. 323, Σοφ. Ἀντ. 425, Ἀριστοφ. Ὄρν. 835, Πλάτ., κλ.˙ ὡς νεοσσοὶ τὰς κοχώνας θάλπουσιν Ἡρώνδας VII, 48. 2) παρὰ μεταγεν. [[ὡσαύτως]] νέον [[ζῷον]], [[οἷον]] μικρὸς τὴν ἡλικίαν [[κροκόδειλος]], Ἡρόδ. 2. 68˙ ἐπὶ μικρῶν τέκνων (ὡς παρὰ Σαιξπήρῳ ὁ Macduff καλεῖ τὰ τέκνα του ‘pretty chickens, εὔμορφα ὀρνιθόπουλα), Αἰσχύλ. Χο. 256, 501, καὶ [[συχνάκις]] παρ’ Εὐρ., πρβλ. Monk εἰς Ἄλκ. 414, Πλάτ. Νόμ. 776Α˙ - καὶ περὶ θηλ., αὕτη γὰρ ὁπότ’ ἦν νεοττὸς καὶ νέα (περὶ τῆς Λαΐδος) Ἐπικράτης ἐν «Ἀντιλαΐδι» 1. 15˙ ἐν τῷ πληθ. ἐπὶ νεαρῶν μελισσῶν, Ξεν Οἰκ. 7, 34, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, 11˙ - Ἄρεος ν., [[ὀρνίθιον]], δηλ. [[τέκνον]] τοῦ Ἄρεως, τολμηρὸς [[παῖς]], Πλάτ. Κωμ. «Πείσ.» 6˙ ὡς περιληπτικὸν [[ὄνομα]], ἵππου ν., ὁ [[γόνος]] τοῦ ἵππου, Αἰσχύλ. Ἀγ. 825. - Ὁ [[δισύλλαβος]] [[τύπος]] νόσσος μνημονεύεται ἐν Α. Β. 109, ἐκ τοῦ Αἰσχύλ. (Ἀποσπ. 110), ὁ δὲ Δινδ. διορθοῖ νόττιον ἀντὶ νεόττιον ἐν Ἀριστοφ. Ὄρν. 547, 767, πρβλ. Μένανδρ. ἐν «Ἀνδρίᾳ» 2˙ - [[ἅπερ]] θεωρητέα ὡς ἐξαιρέσεις τοῦ κανόνος τοῦ Φρυνίχ. σ. 206, ὅτι [[ταῦτα]] [[εἶναι]] ἀδόκιμα, πρβλ. [[νεοσσεύω]] ἐν τέλ.
|lstext='''νεοσσός''': Ἀττ. νεοττός, ὁ, ([[νέος]]) νεογέννητον μικρὸν πτηνόν, [[ὀρνίθιον]], Ἰλ. Β. 311, Ι. 323, Σοφ. Ἀντ. 425, Ἀριστοφ. Ὄρν. 835, Πλάτ., κλ.˙ ὡς νεοσσοὶ τὰς κοχώνας θάλπουσιν Ἡρώνδας VII, 48. 2) παρὰ μεταγεν. [[ὡσαύτως]] νέον [[ζῷον]], [[οἷον]] μικρὸς τὴν ἡλικίαν [[κροκόδειλος]], Ἡρόδ. 2. 68˙ ἐπὶ μικρῶν τέκνων (ὡς παρὰ Σαιξπήρῳ ὁ Macduff καλεῖ τὰ τέκνα του ‘pretty chickens, εὔμορφα ὀρνιθόπουλα), Αἰσχύλ. Χο. 256, 501, καὶ [[συχνάκις]] παρ’ Εὐρ., πρβλ. Monk εἰς Ἄλκ. 414, Πλάτ. Νόμ. 776Α˙ - καὶ περὶ θηλ., αὕτη γὰρ ὁπότ’ ἦν νεοττὸς καὶ νέα (περὶ τῆς Λαΐδος) Ἐπικράτης ἐν «Ἀντιλαΐδι» 1. 15˙ ἐν τῷ πληθ. ἐπὶ νεαρῶν μελισσῶν, Ξεν Οἰκ. 7, 34, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, 11˙ - Ἄρεος ν., [[ὀρνίθιον]], δηλ. [[τέκνον]] τοῦ Ἄρεως, τολμηρὸς [[παῖς]], Πλάτ. Κωμ. «Πείσ.» 6˙ ὡς περιληπτικὸν [[ὄνομα]], ἵππου ν., ὁ [[γόνος]] τοῦ ἵππου, Αἰσχύλ. Ἀγ. 825. - Ὁ [[δισύλλαβος]] [[τύπος]] νόσσος μνημονεύεται ἐν Α. Β. 109, ἐκ τοῦ Αἰσχύλ. (Ἀποσπ. 110), ὁ δὲ Δινδ. διορθοῖ νόττιον ἀντὶ νεόττιον ἐν Ἀριστοφ. Ὄρν. 547, 767, πρβλ. Μένανδρ. ἐν «Ἀνδρίᾳ» 2˙ - [[ἅπερ]] θεωρητέα ὡς ἐξαιρέσεις τοῦ κανόνος τοῦ Φρυνίχ. σ. 206, ὅτι [[ταῦτα]] [[εἶναι]] ἀδόκιμα, πρβλ. [[νεοσσεύω]] ἐν τέλ.
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />petit d’un oiseau, <i>ou en gén.</i> d’un animal ; <i>p. ext.</i> enfant, rejeton.<br />'''Étymologie:''' [[νέος]].
}}
}}