Anonymous

νυγμός: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_14)
(Bailly1_3)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''νυγμός''': ὁ, ([[νύσσω]]) τὸ νύσσειν, [[κέντημα]]. Διόδ. 13. 58· μεταφ., ὑπὸ νυγμῶν καὶ γαργαλισμῶν τῆς αἰσθήσεως Πλουτ. Φιλοπ. 9· πρβλ. [[νύγμα]].
|lstext='''νυγμός''': ὁ, ([[νύσσω]]) τὸ νύσσειν, [[κέντημα]]. Διόδ. 13. 58· μεταφ., ὑπὸ νυγμῶν καὶ γαργαλισμῶν τῆς αἰσθήσεως Πλουτ. Φιλοπ. 9· πρβλ. [[νύγμα]].
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br />piqûre.<br />'''Étymologie:''' [[νύσσω]].
}}
}}