Anonymous

νόημα: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_21)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''νόημα''': τό, Ἰων. [[νῶμα]] Ἐμπεδ. 298 (ἀλλὰ [[νόημα]], 373)· ([[νοέω]])· - ὅ,τι διανοεῖταί τις ἢ βάλλει εἰς τὸν νοῦν του, [[ἰδέα]], Ὅμ., Ἡσ., Ἀριστοφ., καὶ ἐν τῷ Ἀττικῷ πεζῷ λόγῳ: ὡς [[ἔμβλημα]] τῆς ταχείας κινήσεως, τῶν [[νέες]] ὠκεῖαι, [[ὡσεὶ]] πτερὸν ἠὲ [[νόημα]] Ὀδ. Η. 36· ν. φρενὸς Ἀριστοφ. Νεφ. 704. 2) [[διανόημα]], [[σκοπός]], σχέδιον, τοιοῦτον ἐνὶ στήθεσσι [[νόημα]] Ὀδ. Ν. 330· Ζεύς... ἐνὶ φρεσὶ [[νόημα]] ποίησ’ Ξ. 273· νοήματα... ἐκτελέειν Ἰλ. Κ. 104· ἐκ τῶν ἐωθότων ν. στῆσαί τινα Ἡρόδ. 3. 80 τὸ μὲν ν. τῆς θεοῦ, τὸ δὲ κλέμμ’ ἐμὸν Ἀριστοφ. Ἱππ. 1203, πρβλ. Νεφ. 743. ΙΙ. ὡς τὸ [[νόησις]], [[διάνοια]], [[νοῦς]], παρέπλαγξαν δὲ [[νόημα]] Ὀδ. Υ. 346, πρβλ. Ἰλ. Τ. 218, Θέογν. 435· Ἐμπεδ. 329 Stein, κτλ.· [[διάθεσις]], Πινδ. Π. 6. 29.
|lstext='''νόημα''': τό, Ἰων. [[νῶμα]] Ἐμπεδ. 298 (ἀλλὰ [[νόημα]], 373)· ([[νοέω]])· - ὅ,τι διανοεῖταί τις ἢ βάλλει εἰς τὸν νοῦν του, [[ἰδέα]], Ὅμ., Ἡσ., Ἀριστοφ., καὶ ἐν τῷ Ἀττικῷ πεζῷ λόγῳ: ὡς [[ἔμβλημα]] τῆς ταχείας κινήσεως, τῶν [[νέες]] ὠκεῖαι, [[ὡσεὶ]] πτερὸν ἠὲ [[νόημα]] Ὀδ. Η. 36· ν. φρενὸς Ἀριστοφ. Νεφ. 704. 2) [[διανόημα]], [[σκοπός]], σχέδιον, τοιοῦτον ἐνὶ στήθεσσι [[νόημα]] Ὀδ. Ν. 330· Ζεύς... ἐνὶ φρεσὶ [[νόημα]] ποίησ’ Ξ. 273· νοήματα... ἐκτελέειν Ἰλ. Κ. 104· ἐκ τῶν ἐωθότων ν. στῆσαί τινα Ἡρόδ. 3. 80 τὸ μὲν ν. τῆς θεοῦ, τὸ δὲ κλέμμ’ ἐμὸν Ἀριστοφ. Ἱππ. 1203, πρβλ. Νεφ. 743. ΙΙ. ὡς τὸ [[νόησις]], [[διάνοια]], [[νοῦς]], παρέπλαγξαν δὲ [[νόημα]] Ὀδ. Υ. 346, πρβλ. Ἰλ. Τ. 218, Θέογν. 435· Ἐμπεδ. 329 Stein, κτλ.· [[διάθεσις]], Πινδ. Π. 6. 29.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br /><b>I.</b> source de la pensée, intelligence;<br /><b>II.</b> pensée :<br /><b>1</b> réflexion ; <i>t. de rhét.</i> pensée <i>(p. opp. à</i> [[ὄνομα]], mot) ; <i>t. de philos.</i> concept;<br /><b>2</b> intention, projet, dessein.<br />'''Étymologie:''' [[νοέω]].<br /><i><b>Par.</b></i> [[ἔννοια]].
}}
}}