Anonymous

προσκλίνω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_3)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''προσκλίνω''': [ῑ], [[κάμνω]] τι νὰ [[κλίνη]] [[πρός]] τι, ἀκκουμβῶ, [[στηρίζω]] τι [[πρός]] τι, [[βέλος]] προσέκλινε κορώνῃ Ὀδ. Φ. 158, 165. ― Παθ., [[θρόνος]] ποτικέκλῐται (Δωρ. παθ. πρκμ.) αὐτῇ [κίονι], [[ἵσταται]] ἢ στηρίζεται πρὸς τὸν στῦλον (κατὰ Wolf. ποτ. αὐγῇ), [[εἶναι]] [[ἐστραμμένος]] πρὸς τὸ πῦρ, Ὀδ. Ζ. 308· [[νῶτον]] ποτικεκλιμένον Πινδ. Π. 1. 54. ΙΙ. [[κάμνω]] [[ὥστε]] ὁ ζυγὸς νὰ κλίνῃ [[οὕτως]], ἢ ἄλλως· [[ἐντεῦθεν]], [[στρέφω]] ἢ [[κλίνω]] [[πρός]] τι, τὴν ψυχὴν τοῖς λόγοις διάφ. γραφ. Πλούτ. 2. 36D. 2) κατὰ τὸ φαινόμενον ἀμετάβ. (ἐξυπακουομ. τοῦ ἑαυτόν), ἔχω κλίσιν [[πρός]] τινα, ἑνοῦμαι μετά τινος, προσχωρῶ εἰς τὴν μερίδα τινός, Πολύβ. 4. 51. 5, πρβλ. 5. 86, 10 (κοινῶς προσκυνοῦσι), Ἀγαθαρχ. παρ’ Ἀθην. 528Α· ― [[οὕτως]] ἐν τῷ παθ., προσκλιθῆναί τινι Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 324, Πράξ. Ἀπ. ε΄, 36 (κοινῶς προσεκολλήθη). ΙΙΙ. [[κλίνω]] (γραμματικῶς), [[σχηματίζω]] τοὺς τύπους, Ἀπολλών. π. Συντάξ. σ. 319.
|lstext='''προσκλίνω''': [ῑ], [[κάμνω]] τι νὰ [[κλίνη]] [[πρός]] τι, ἀκκουμβῶ, [[στηρίζω]] τι [[πρός]] τι, [[βέλος]] προσέκλινε κορώνῃ Ὀδ. Φ. 158, 165. ― Παθ., [[θρόνος]] ποτικέκλῐται (Δωρ. παθ. πρκμ.) αὐτῇ [κίονι], [[ἵσταται]] ἢ στηρίζεται πρὸς τὸν στῦλον (κατὰ Wolf. ποτ. αὐγῇ), [[εἶναι]] [[ἐστραμμένος]] πρὸς τὸ πῦρ, Ὀδ. Ζ. 308· [[νῶτον]] ποτικεκλιμένον Πινδ. Π. 1. 54. ΙΙ. [[κάμνω]] [[ὥστε]] ὁ ζυγὸς νὰ κλίνῃ [[οὕτως]], ἢ ἄλλως· [[ἐντεῦθεν]], [[στρέφω]] ἢ [[κλίνω]] [[πρός]] τι, τὴν ψυχὴν τοῖς λόγοις διάφ. γραφ. Πλούτ. 2. 36D. 2) κατὰ τὸ φαινόμενον ἀμετάβ. (ἐξυπακουομ. τοῦ ἑαυτόν), ἔχω κλίσιν [[πρός]] τινα, ἑνοῦμαι μετά τινος, προσχωρῶ εἰς τὴν μερίδα τινός, Πολύβ. 4. 51. 5, πρβλ. 5. 86, 10 (κοινῶς προσκυνοῦσι), Ἀγαθαρχ. παρ’ Ἀθην. 528Α· ― [[οὕτως]] ἐν τῷ παθ., προσκλιθῆναί τινι Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7. 324, Πράξ. Ἀπ. ε΄, 36 (κοινῶς προσεκολλήθη). ΙΙΙ. [[κλίνω]] (γραμματικῶς), [[σχηματίζω]] τοὺς τύπους, Ἀπολλών. π. Συντάξ. σ. 319.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> appuyer contre <i>ou</i> sur : [[τί]] τινι appuyer une ch. sur <i>ou</i> contre une autre ; <i>Pass.</i> être appuyé sur <i>ou</i> contre, τινι;<br /><b>2</b> incliner vers, <i>fig.</i> : τινι τὴν ψυχήν PLUT incliner l’âme vers qch.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[κλίνω]].
}}
}}