3,274,913
edits
(6_21) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πρόσκομμα''': τό, ([[προσκόπτω]]) τὸ καθ’ οὗ τις προσκόπτει, [[λίθος]] προσκόμματος Ἑβδ. (Ἡσαΐ. Η΄, 14), Ἐπιστ. πρ. Ρωμ. θ΄, 32˙ [[ὅθεν]], ἐμπόδιον, [[κώλυμα]], [[σκάνδαλον]], Ἑβδ. (Ἔξοδ. ΚΓ΄, 33), Ἐπιστ. πρ. Ρωμ. ιδ΄, 13, κτλ. ΙΙ. τὸ [[ἀποτέλεσμα]] τοῦ προσκόπτειν, [[βλάβη]], [[πληγή]], [[κτύπημα]], προσκομμάτων [[ἀπόλυσις]] Πλούτ. 2. 1048C, πρβλ. Ἀθήν. 97F. | |lstext='''πρόσκομμα''': τό, ([[προσκόπτω]]) τὸ καθ’ οὗ τις προσκόπτει, [[λίθος]] προσκόμματος Ἑβδ. (Ἡσαΐ. Η΄, 14), Ἐπιστ. πρ. Ρωμ. θ΄, 32˙ [[ὅθεν]], ἐμπόδιον, [[κώλυμα]], [[σκάνδαλον]], Ἑβδ. (Ἔξοδ. ΚΓ΄, 33), Ἐπιστ. πρ. Ρωμ. ιδ΄, 13, κτλ. ΙΙ. τὸ [[ἀποτέλεσμα]] τοῦ προσκόπτειν, [[βλάβη]], [[πληγή]], [[κτύπημα]], προσκομμάτων [[ἀπόλυσις]] Πλούτ. 2. 1048C, πρβλ. Ἀθήν. 97F. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> obstacle contre lequel on se heurte ; <i>fig.</i> objet de scandale SEPT, NT;<br /><b>2</b> heurt, choc, achoppement ; <i>p. suite</i> dommage <i>ou</i> résultat d’un choc.<br />'''Étymologie:''' [[προσκόπτω]]. | |||
}} | }} |