Anonymous

συγκρούω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_2)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''συγκρούω''': [[κρούω]], [[ὁμοῦ]] τὸ ἓν πρὸς τὸ ἕτερον, Λατ. collido, σ. τώ χεῖρε, κροτῶ τὰς χεῖρας, Ἀριστοφ. Βάτρ. 1029· πλοῖα ἀλλήλοις Πλουτ. Λούκουλ. 12· τοῖς δόρασι τὰς ἀσπίδας Ἀπολλόδ. 1. 1, 7· τὰ φωνήεντα Δημήτρ. Φαληρ. 68 κἑξ., πρβλ. Φιλόστρ. 594. 2) μεταφορ., [[φέρω]] εἰς σύγκρουσιν, ὁ Φίλιππος... πάντας συνέκρουε Δημ. 231. 12, πρβλ. 282. 1· σ. τινὰς ἀλλήλοις Θουκ. 1. 44· σ. φίλους φίλοις καὶ τὸν δῆμον τοῖς γνωρίμοις Ἀριστ. Πολιτ. 5. 11, 8· διάλυε, μὴ σύγκρουε μαχομένους φίλους Μένανδρ. ἐν Μονοστ. 122· σ. τινὰ [[πρός]] τινα Λουκ. Ἰκαρομ. 20, κτλ., πρβλ. Βάβρ. 44. 4· τὰ δοξάσματα πρὸς ἄλληλα Ἰάμβλ. παρὰ Στοβ. 472. 29· σ. πόλεμον Διόδ. 12. 3· ― σ. τι τῶν ἐκείνου πραγμάτων, φέρειν εἰς σύγχυσιν, συνταράσσειν, Ἰσοκρ. 68Β. 3) ἀμετάβ., [[ἔρχομαι]] εἰς σύγκρουσιν, συγκρούομαι, τὸ ἀντίπρῳρον ξυγκροῦσαι Θουκ. 7. 36· ἐπὶ τῶν προσθίων καὶ ὀπισθίων ὁπλῶν τοῦ ἵππου, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 24, 2 [[νῆες]] ἀλλήλαις συγκρούουσαι Πολύβ. 1. 50, 3, πρβλ. Διόδ. 3. 51, κτλ.· μεταφ., Θεοφρ. Χαρακτ. 12, Πλουτ. Ἀλέξ. 47. ΙΙΙ. = [[συγκροτέω]], σφυρηλατῶ [[ὁμοῦ]]· ― μεταφ., προσπαθῶ νὰ συμβιβάσω ἀσυμφωνίας, Στράβ. 510.
|lstext='''συγκρούω''': [[κρούω]], [[ὁμοῦ]] τὸ ἓν πρὸς τὸ ἕτερον, Λατ. collido, σ. τώ χεῖρε, κροτῶ τὰς χεῖρας, Ἀριστοφ. Βάτρ. 1029· πλοῖα ἀλλήλοις Πλουτ. Λούκουλ. 12· τοῖς δόρασι τὰς ἀσπίδας Ἀπολλόδ. 1. 1, 7· τὰ φωνήεντα Δημήτρ. Φαληρ. 68 κἑξ., πρβλ. Φιλόστρ. 594. 2) μεταφορ., [[φέρω]] εἰς σύγκρουσιν, ὁ Φίλιππος... πάντας συνέκρουε Δημ. 231. 12, πρβλ. 282. 1· σ. τινὰς ἀλλήλοις Θουκ. 1. 44· σ. φίλους φίλοις καὶ τὸν δῆμον τοῖς γνωρίμοις Ἀριστ. Πολιτ. 5. 11, 8· διάλυε, μὴ σύγκρουε μαχομένους φίλους Μένανδρ. ἐν Μονοστ. 122· σ. τινὰ [[πρός]] τινα Λουκ. Ἰκαρομ. 20, κτλ., πρβλ. Βάβρ. 44. 4· τὰ δοξάσματα πρὸς ἄλληλα Ἰάμβλ. παρὰ Στοβ. 472. 29· σ. πόλεμον Διόδ. 12. 3· ― σ. τι τῶν ἐκείνου πραγμάτων, φέρειν εἰς σύγχυσιν, συνταράσσειν, Ἰσοκρ. 68Β. 3) ἀμετάβ., [[ἔρχομαι]] εἰς σύγκρουσιν, συγκρούομαι, τὸ ἀντίπρῳρον ξυγκροῦσαι Θουκ. 7. 36· ἐπὶ τῶν προσθίων καὶ ὀπισθίων ὁπλῶν τοῦ ἵππου, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 24, 2 [[νῆες]] ἀλλήλαις συγκρούουσαι Πολύβ. 1. 50, 3, πρβλ. Διόδ. 3. 51, κτλ.· μεταφ., Θεοφρ. Χαρακτ. 12, Πλουτ. Ἀλέξ. 47. ΙΙΙ. = [[συγκροτέω]], σφυρηλατῶ [[ὁμοῦ]]· ― μεταφ., προσπαθῶ νὰ συμβιβάσω ἀσυμφωνίας, Στράβ. 510.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> <i>tr.</i> heurter l’un contre l’autre, entrechoquer : πλοῖα ἀλλήλοις PLUT heurter des navires les uns contre les autres ; <i>fig.</i> mettre aux prises : τινά τινι <i>ou</i> τινα [[πρός]] τινα une personne avec une autre ; rendre ennemi, brouiller ; <i>avec un rég. de chose</i> jeter la confusion dans, acc.;<br /><b>2</b> <i>intr.</i> se heurter, s’entrechoquer ; <i>particul.</i> se combattre, en venir aux mains.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[κρούω]].
}}
}}