3,277,179
edits
(6_18) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πρόσφθογγος''': -ον, ὁ χρησιμεύων πρὸς πρόσφθεγξιν, χαιρετισμός, μῦθοι πρ., λόγοι χαιρετιστικοί, Αἰσχύλ. Πέρσ. 153· βοὰ πρ. σοι νόστου [[αὐτόθι]] 935. | |lstext='''πρόσφθογγος''': -ον, ὁ χρησιμεύων πρὸς πρόσφθεγξιν, χαιρετισμός, μῦθοι πρ., λόγοι χαιρετιστικοί, Αἰσχύλ. Πέρσ. 153· βοὰ πρ. σοι νόστου [[αὐτόθι]] 935. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />qui sert à adresser la parole <i>ou</i> à saluer.<br />'''Étymologie:''' [[προσφθέγγομαι]]. | |||
}} | }} |