Anonymous

ῥόδον: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_21)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ῥόδον''': τό, κατὰ μεταπλασμὸν δοτ. πληθ. ῥοδέεσι ἀπαντᾷ ἐν Ἀπολλ. Ροδ. Γ.΄ 1020· ― «τριαντάφυλλον», Λατ. rosa, πρῶτον ἐν Ὁμ. Ὕμν. εἰς Δήμ. 6, Θέογν. 537, Πινδ. Ι. 4. 31, Ἡρόδ. 8. 138· ἐν τῷ Αἰολ. τύπῳ [[βρόδον]], Σαπφὼ 19· ― μεταφορ., ῥόδα μ’ εἴρηκας, μὲ τριαντάφυλλα μὲ ἐστόλισες, Ἀριστοφ. Νεφ. 910· πάττε πολλοῖς τοῖς ῥόδοις [[αὐτόθι]] 1330· παροιμ., ὗς διὰ ῥόδων, ἐπὶ τῶν σκαιῶν καὶ ἀναγώγων, Κράτης ἐν «Γείτοσιν» 6. 2) = [[ῥοδωνιά]], Κόλουθ. 348. ΙΙ. τὸ [[γυναικεῖον]] [[αἰδοῖον]], κόραι [[ἀρτίως]] ἡβυλλιῶσαι καὶ, τὰ ῥόδα κεκαρμέναι Φερεκράτ. ἐν «Μεταλλεῦσιν» 1. 29· οὕτω [[ῥοδωνιά]], Κρατῖνος ἐν «Νεμέσει» 5· ῥοδὼν Σχόλ. εἰς Θεόκρ. 11. 10· πρβλ. Ἡσύχ.
|lstext='''ῥόδον''': τό, κατὰ μεταπλασμὸν δοτ. πληθ. ῥοδέεσι ἀπαντᾷ ἐν Ἀπολλ. Ροδ. Γ.΄ 1020· ― «τριαντάφυλλον», Λατ. rosa, πρῶτον ἐν Ὁμ. Ὕμν. εἰς Δήμ. 6, Θέογν. 537, Πινδ. Ι. 4. 31, Ἡρόδ. 8. 138· ἐν τῷ Αἰολ. τύπῳ [[βρόδον]], Σαπφὼ 19· ― μεταφορ., ῥόδα μ’ εἴρηκας, μὲ τριαντάφυλλα μὲ ἐστόλισες, Ἀριστοφ. Νεφ. 910· πάττε πολλοῖς τοῖς ῥόδοις [[αὐτόθι]] 1330· παροιμ., ὗς διὰ ῥόδων, ἐπὶ τῶν σκαιῶν καὶ ἀναγώγων, Κράτης ἐν «Γείτοσιν» 6. 2) = [[ῥοδωνιά]], Κόλουθ. 348. ΙΙ. τὸ [[γυναικεῖον]] [[αἰδοῖον]], κόραι [[ἀρτίως]] ἡβυλλιῶσαι καὶ, τὰ ῥόδα κεκαρμέναι Φερεκράτ. ἐν «Μεταλλεῦσιν» 1. 29· οὕτω [[ῥοδωνιά]], Κρατῖνος ἐν «Νεμέσει» 5· ῥοδὼν Σχόλ. εἰς Θεόκρ. 11. 10· πρβλ. Ἡσύχ.
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br /><b>1</b> la rose <i>fleur</i>;<br /><b>2</b> <i>pudenda muliebria</i> (Phérécrate).<br />'''Étymologie:''' cf. <i>lat.</i> rosa -- DELG de *Ϝρόδον, Ϝ attesté par le myc.
}}
}}