Anonymous

χοραύλης: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_19)
(Bailly1_5)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''χοραύλης''': -ου, ὁ, ὁ αὐλητὴς χοροῦ, ὁ συνοδεύων τὸν χορὸν διὰ τοῦ αὐλοῦ, Λατ. choraules, Ἀνθ. Παλατ. 11. 11, Πλουτ. Ἀντών. 24, [[συχν]]. ἐν ἐπιγραφαῖς, [[οἷον]] Συλλ. Ἐπιγρ. 1585, 1719 κ. ἀλλ.
|lstext='''χοραύλης''': -ου, ὁ, ὁ αὐλητὴς χοροῦ, ὁ συνοδεύων τὸν χορὸν διὰ τοῦ αὐλοῦ, Λατ. choraules, Ἀνθ. Παλατ. 11. 11, Πλουτ. Ἀντών. 24, [[συχν]]. ἐν ἐπιγραφαῖς, [[οἷον]] Συλλ. Ἐπιγρ. 1585, 1719 κ. ἀλλ.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />joueur de flûte qui accompagne un chœur de danse.<br />'''Étymologie:''' [[χορός]], [[αὐλός]].
}}
}}