3,277,226
edits
(6_17) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''πολύφῐλος''': -ον, ὁ ἔχων πολλοὺς φίλους, πολλοῖς [[ἀγαπητός]], Πινδ. Π. 5. 5, Λυσ. 112. 43, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 9. 10, 1, Πολιτικ. 5. 11, 12, κ. ἀλλ. ― Ἰδὲ Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 235. | |lstext='''πολύφῐλος''': -ον, ὁ ἔχων πολλοὺς φίλους, πολλοῖς [[ἀγαπητός]], Πινδ. Π. 5. 5, Λυσ. 112. 43, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 9. 10, 1, Πολιτικ. 5. 11, 12, κ. ἀλλ. ― Ἰδὲ Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 235. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />qui a beaucoup d’amis;<br /><i>Cp.</i> πολυφιλώτερος.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[φίλος]]. | |||
}} | }} |