Anonymous

περιορίζω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_2)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''περιορίζω''': [[περικλείω]] ἐντὸς ὁρίων, ὁροθετῶ, μέχρις οὗ δεῖ ἔχειν .. Πλούτ. 2. 226C· [[ἄνευ]] τοῦ περιορίζοντος, [[ἄνευ]] ὁρίου τινός, [[αὐτόθι]] 719Ε. - Παθ., [[ἡγεμονία]] τῷ Ὠκεανῷ περιορισθεῖσα ὁ αὐτ. ἐν Καίσ. 58· τούτῳ διαστήματι περιωρίσθω Λουκ. π. Ὀρχ. 37· ἐκ τῶν περιωρισμένων τόπων Συλλ. Ἐπιγρ. 3777. 9. ΙΙ. [[ἐξορίζω]], πρβλ. [[περιωθέω]].
|lstext='''περιορίζω''': [[περικλείω]] ἐντὸς ὁρίων, ὁροθετῶ, μέχρις οὗ δεῖ ἔχειν .. Πλούτ. 2. 226C· [[ἄνευ]] τοῦ περιορίζοντος, [[ἄνευ]] ὁρίου τινός, [[αὐτόθι]] 719Ε. - Παθ., [[ἡγεμονία]] τῷ Ὠκεανῷ περιορισθεῖσα ὁ αὐτ. ἐν Καίσ. 58· τούτῳ διαστήματι περιωρίσθω Λουκ. π. Ὀρχ. 37· ἐκ τῶν περιωρισμένων τόπων Συλλ. Ἐπιγρ. 3777. 9. ΙΙ. [[ἐξορίζω]], πρβλ. [[περιωθέω]].
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> circonscrire ; définir avec soin, préciser;<br /><b>2</b> reléguer, déporter, bannir.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[ὁρίζω]].
}}
}}