Anonymous

χωλότης: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_12)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''χωλότης''': -ητος, ἡ, οὐσ. ἀφῃρημ. τοῦ [[χωλός]], τὸ [[πάθος]] τοῦ χωλοῦ, «κούτσα», σκέλους Πλούτ. 2. 963C· ἐν τῷ πληθ., [[αὐτόθι]] 35C· μεταφορ., ἐπὶ μέτρων, Ἀθήν. 632Ε.
|lstext='''χωλότης''': -ητος, ἡ, οὐσ. ἀφῃρημ. τοῦ [[χωλός]], τὸ [[πάθος]] τοῦ χωλοῦ, «κούτσα», σκέλους Πλούτ. 2. 963C· ἐν τῷ πληθ., [[αὐτόθι]] 35C· μεταφορ., ἐπὶ μέτρων, Ἀθήν. 632Ε.
}}
{{bailly
|btext=χωλότητος (ὁ) :<br />claudication.<br />'''Étymologie:''' [[χωλός]].
}}
}}