Anonymous

πολυπείρων: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_15)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''πολῠπείρων''': -ον, (πεῑρας) ὁ ἐκ πολλῶν περάτων συνελθών, [[παντοδαπός]], [[παντοειδής]], εἰς ἀγορὰν καλέσας πολυπείρονα λαὸν Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 297. 2) ὁ ἔχων εὐρέα ὅρια, ἀντίθετ. τῷ [[ἀπείρων]], Ὀρφ. Ἀργ. 33.
|lstext='''πολῠπείρων''': -ον, (πεῑρας) ὁ ἐκ πολλῶν περάτων συνελθών, [[παντοδαπός]], [[παντοειδής]], εἰς ἀγορὰν καλέσας πολυπείρονα λαὸν Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 297. 2) ὁ ἔχων εὐρέα ὅρια, ἀντίθετ. τῷ [[ἀπείρων]], Ὀρφ. Ἀργ. 33.
}}
{{bailly
|btext=ων, ον ; <i>gén.</i> ονος;<br /><b>1</b> qui a de nombreuses limites ; qui a de nombreuses contrées, de nombreuses populations;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> multiple, varié.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[πέρας]].
}}
}}