Anonymous

χρυσοκόμης: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_19)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''χρῡσοκόμης''': -ου, Δωρ. -κόμας, α, ὁ, ὁ χρυσῆν ἔχων κόμην, ἐπίθ. τοῦ Διονύσου, Ἡσ. Θεογ. 947· τοῦ Ἔρωτος, Ἀνακρ. 13, Εὐρ. Ἰφ. ἐν Αὐλ. 549· τοῦ Ἀπόλλωνος, Τυρταῖος 2. 4, Εὐρ. Ἱκ. 975, Ἀριστοφ. Ὄρν. 219. - ὁ [[χρυσοκόμης]] ἀπολ., ὁ [[Ἀπόλλων]], Πινδ. Ο. 6. 71., 7. 58, Εὐρ. Τρῳ. 254. ΙΙ. ὁ ἔχων χρυσᾶ κοσμήματα ἐπὶ τῆς [[κόμης]], Λουκ. Ὄνειρ. ἢ Ἀλεκτρ. 13.
|lstext='''χρῡσοκόμης''': -ου, Δωρ. -κόμας, α, ὁ, ὁ χρυσῆν ἔχων κόμην, ἐπίθ. τοῦ Διονύσου, Ἡσ. Θεογ. 947· τοῦ Ἔρωτος, Ἀνακρ. 13, Εὐρ. Ἰφ. ἐν Αὐλ. 549· τοῦ Ἀπόλλωνος, Τυρταῖος 2. 4, Εὐρ. Ἱκ. 975, Ἀριστοφ. Ὄρν. 219. - ὁ [[χρυσοκόμης]] ἀπολ., ὁ [[Ἀπόλλων]], Πινδ. Ο. 6. 71., 7. 58, Εὐρ. Τρῳ. 254. ΙΙ. ὁ ἔχων χρυσᾶ κοσμήματα ἐπὶ τῆς [[κόμης]], Λουκ. Ὄνειρ. ἢ Ἀλεκτρ. 13.
}}
{{bailly
|btext=ου;<br /><i>adj. m.</i><br /><b>1</b> aux cheveux d’or;<br /><b>2</b> qui a des ornements d’or dans ses cheveux.<br />'''Étymologie:''' [[χρυσός]], [[κόμη]].
}}
}}