Anonymous

ῥεῦμα: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_21)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ῥεῦμα''': τό, (ῥέω) τὸ [[ῥέον]], [[ῥεῦμα]], ῥύσις, Αἰσχύλ. Πρ. 139, Ξεν. Ἑλλ. 4. 2, 11· μειλιχίων ποτῶν [[ῥεῦμα]] Σοφ. Ο. Τ. 160· ἐλαίου ῥ. ἀψοφητὶ ῥέοντος Πλάτ. Θεαίτ. 144Β· - μεταφορ., ῥ. αὔξης καὶ τροφῆς, ὄψεως Πλάτ. Τίμ. 44Β, 45C. 2) [[ῥεῦμα]] ποταμοῦ, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., Ἡρόδ. 2. 20, 24· ῥ. ἰσχυρὰ ὁ αὐτ. 8. 12· ἐν τῷ ἑνικ., ῥ. Διρκαῖον Εὐρ. Ἱκέτ. 637, πρβλ. Ι. Τ. 401· ῥ. Νείλου Πλάτ. Τίμ. 21Ε· [[ὡσαύτως]] [[ῥύαξ]] λάβας, Θουκ. 3. 116, Καρκίνος ὁ τραγῳδιῶν ποιητὴς παρὰ Διοδ. 5. 5· μεταφορ., [[ῥεῦμα]] ἢ [[πλῆθος]] ἀνθρώπων, μεγάλῳ ῥ. φωτῶν Αἰσχύλ. Πέρσ. 87· ῥ. Περσικοῦ στρατοῦ ὁ αὐτ. 412, πρβλ. Εὐρ. Ι. Τ. 1437· πολλῷ ῥ. προσνισσόμενοι Σοφ. Ἀντ. 129 ῥ. ἐπῶν Κρατῖνος ἐν «Πυτίνῃ» 7· κλαυθμῶν καὶ ὀδυρμῶν Πλούτ. 2. 609Β· μελισσῶν Ἀνθ. Π. 9. 404. 3) [[πλήμμυρα]], κατελθόντος αἰφνιδίου τοῦ ῥ. Θουκ. 4. 75· φερομένῳ συναπενεχθῆναι τῷ ῥ. Δημάδ. 180. 17. ΙΙ. τὰ ἀεὶ [[ῥέον]] ἢ μεταβαλλόμενον, τὸ τῆς τύχης γὰρ [[ῥεῦμα]] μεταπίπτει ταχύ, ἡ [[παλίρροια]] τῆς τύχης, Μένανδρ. ἐν «Γεωργῷ» 1. ΙΙΙ. Ἰατρ. νοσῶδες ῥευστὸν ἐκκρινόμενον ἀπὸ τοῦ σώματος ἢ κυκλοφοροῦν ἐν αὐτῷ, [[καταρροή]], κτλ., διὰ τῶν ῥινέων Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 15. [[ῥευματισμός]], ῥ. εἰς τοὺς πόδας κατελυλήθει Λουκ. Φιλοψ. 6· ῥ. νοσηματικὰ Ἀριστ. π. Αἰσθ. 5, 16· στομάχου καὶ κοιλίας ῥ. Διοσκ. 1. 110· κατασκῆψαι ῥ. εἰς τὰ [[νεῦρα]] Παυσ. 6. 3, 10· - ἀπολ., Πλουτ. Μάρ. 34, κτλ.
|lstext='''ῥεῦμα''': τό, (ῥέω) τὸ [[ῥέον]], [[ῥεῦμα]], ῥύσις, Αἰσχύλ. Πρ. 139, Ξεν. Ἑλλ. 4. 2, 11· μειλιχίων ποτῶν [[ῥεῦμα]] Σοφ. Ο. Τ. 160· ἐλαίου ῥ. ἀψοφητὶ ῥέοντος Πλάτ. Θεαίτ. 144Β· - μεταφορ., ῥ. αὔξης καὶ τροφῆς, ὄψεως Πλάτ. Τίμ. 44Β, 45C. 2) [[ῥεῦμα]] ποταμοῦ, ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., Ἡρόδ. 2. 20, 24· ῥ. ἰσχυρὰ ὁ αὐτ. 8. 12· ἐν τῷ ἑνικ., ῥ. Διρκαῖον Εὐρ. Ἱκέτ. 637, πρβλ. Ι. Τ. 401· ῥ. Νείλου Πλάτ. Τίμ. 21Ε· [[ὡσαύτως]] [[ῥύαξ]] λάβας, Θουκ. 3. 116, Καρκίνος ὁ τραγῳδιῶν ποιητὴς παρὰ Διοδ. 5. 5· μεταφορ., [[ῥεῦμα]] ἢ [[πλῆθος]] ἀνθρώπων, μεγάλῳ ῥ. φωτῶν Αἰσχύλ. Πέρσ. 87· ῥ. Περσικοῦ στρατοῦ ὁ αὐτ. 412, πρβλ. Εὐρ. Ι. Τ. 1437· πολλῷ ῥ. προσνισσόμενοι Σοφ. Ἀντ. 129 ῥ. ἐπῶν Κρατῖνος ἐν «Πυτίνῃ» 7· κλαυθμῶν καὶ ὀδυρμῶν Πλούτ. 2. 609Β· μελισσῶν Ἀνθ. Π. 9. 404. 3) [[πλήμμυρα]], κατελθόντος αἰφνιδίου τοῦ ῥ. Θουκ. 4. 75· φερομένῳ συναπενεχθῆναι τῷ ῥ. Δημάδ. 180. 17. ΙΙ. τὰ ἀεὶ [[ῥέον]] ἢ μεταβαλλόμενον, τὸ τῆς τύχης γὰρ [[ῥεῦμα]] μεταπίπτει ταχύ, ἡ [[παλίρροια]] τῆς τύχης, Μένανδρ. ἐν «Γεωργῷ» 1. ΙΙΙ. Ἰατρ. νοσῶδες ῥευστὸν ἐκκρινόμενον ἀπὸ τοῦ σώματος ἢ κυκλοφοροῦν ἐν αὐτῷ, [[καταρροή]], κτλ., διὰ τῶν ῥινέων Ἱππ. π. Ἀρχ. Ἰητρ. 15. [[ῥευματισμός]], ῥ. εἰς τοὺς πόδας κατελυλήθει Λουκ. Φιλοψ. 6· ῥ. νοσηματικὰ Ἀριστ. π. Αἰσθ. 5, 16· στομάχου καὶ κοιλίας ῥ. Διοσκ. 1. 110· κατασκῆψαι ῥ. εἰς τὰ [[νεῦρα]] Παυσ. 6. 3, 10· - ἀπολ., Πλουτ. Μάρ. 34, κτλ.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />écoulement, flux :<br /><b>1</b> eau qui coule;<br /><b>2</b> écoulement d’un liquide <i>en gén. ; particul.</i> écoulement d’humeurs ; rhumatisme;<br /><b>3</b> <i>p. anal.</i> affluence, <i>en gén.</i> flot d’hommes, torrent de larmes.<br />'''Étymologie:''' R. Ῥυ couler, &gt; ῥευ-, v. [[ῥέω]].
}}
}}