Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

φιμός: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_14)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''φῑμός''': ὁ, [[μετὰ]] ἑτερογενοῦς πληθ. φῑμά, Ἀνθ. Παλατ. 6. 312· ― πᾶν [[ἐργαλεῖον]] δι’ οὗ κλείεται τὸ [[στόμα]]: Ι. ὡς τὸ [[κημός]], [[φίμωτρον]], δι’ οὗ οἱ κύνες κωλύονται τοῦ δάκνειν, οἱ μόσχοι τοῦ θηλάζειν, Λατ. capistrum, fiscella, φιμ. περιθεῖναί τινι Λουκ. Βίων Πρᾶσις 22, πρβλ. Ἀνθ. ἔνθ’ ἀνωτ. ΙΙ. τὸ ἐπὶ τῆς ῥινὸς στηριζόμενον [[μέρος]] τοῦ χαλινοῦ ἵππου, [[ὅπερ]] (ὡς φαίνεται) εἶχεν [[ἐνίοτε]] καὶ αὐλούς, δι’ ὧν ἡ πνοὴ τοῦ ἵππου διερχομένη παρῆγε συριστικόν τινα ἦχον· ἦτο δὲ τοῦτο βαρβαρικόν, Αἰσχύλ. Θήβ. 463· πώλους... φιμοῖσιν αὐλητοῖσιν ἐστομωμένους ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 341. ΙΙΙ. [[εἶδος]] ποτηρίου χρησιμεύοντος ἐν τῇ παιδιᾷ τῶν κύβων, Λατ. fritillus, Αἰσχίνης 9. 9, Δίφιλος ἐν «Συνωρίδι» 4, πρβλ. [[Πολυδ]]. Ζ΄, 203, Ι΄, 150. (Πιθ. σχετίζεται πρὸς τὰς λέξ. [[σφίγγω]], [[σφιγμός]], ὡς ὑποδηλοῦται ἐν τῷ Μεγ. Ἐτυμ. 795. 21, πρβλ. Curt. 157. [ι μακρὸν πλὴν παρὰ μεταγεν., [[οἷον]] Πλανούδ.]
|lstext='''φῑμός''': ὁ, [[μετὰ]] ἑτερογενοῦς πληθ. φῑμά, Ἀνθ. Παλατ. 6. 312· ― πᾶν [[ἐργαλεῖον]] δι’ οὗ κλείεται τὸ [[στόμα]]: Ι. ὡς τὸ [[κημός]], [[φίμωτρον]], δι’ οὗ οἱ κύνες κωλύονται τοῦ δάκνειν, οἱ μόσχοι τοῦ θηλάζειν, Λατ. capistrum, fiscella, φιμ. περιθεῖναί τινι Λουκ. Βίων Πρᾶσις 22, πρβλ. Ἀνθ. ἔνθ’ ἀνωτ. ΙΙ. τὸ ἐπὶ τῆς ῥινὸς στηριζόμενον [[μέρος]] τοῦ χαλινοῦ ἵππου, [[ὅπερ]] (ὡς φαίνεται) εἶχεν [[ἐνίοτε]] καὶ αὐλούς, δι’ ὧν ἡ πνοὴ τοῦ ἵππου διερχομένη παρῆγε συριστικόν τινα ἦχον· ἦτο δὲ τοῦτο βαρβαρικόν, Αἰσχύλ. Θήβ. 463· πώλους... φιμοῖσιν αὐλητοῖσιν ἐστομωμένους ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 341. ΙΙΙ. [[εἶδος]] ποτηρίου χρησιμεύοντος ἐν τῇ παιδιᾷ τῶν κύβων, Λατ. fritillus, Αἰσχίνης 9. 9, Δίφιλος ἐν «Συνωρίδι» 4, πρβλ. [[Πολυδ]]. Ζ΄, 203, Ι΄, 150. (Πιθ. σχετίζεται πρὸς τὰς λέξ. [[σφίγγω]], [[σφιγμός]], ὡς ὑποδηλοῦται ἐν τῷ Μεγ. Ἐτυμ. 795. 21, πρβλ. Curt. 157. [ι μακρὸν πλὴν παρὰ μεταγεν., [[οἷον]] Πλανούδ.]
}}
{{bailly
|btext=οῦ (ὁ) :<br /><i>plur. hétér.</i> τὰ [[φιμά]];<br />muselière.<br />'''Étymologie:''' R. Σφιγγ, serrer ; cf. [[σφίγγω]].
}}
}}