Anonymous

ὑποδράω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_5
(6_13b)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑποδράω''': μέλλ. -άσω, [ᾱ], Ἐπικ. ὑποδρώω, ὑπηρετῶ, εἶμαι [[ὑπηρετικός]], [[χρησιμεύω]], [[μετὰ]] δοτικ., οἵ [[σφιν]] ὑποδρώωσιν Ὀδ. Ο. 333· ὑπ. τῷ θεῷ Αἰλ. περὶ Ζ. 9. 33.
|lstext='''ὑποδράω''': μέλλ. -άσω, [ᾱ], Ἐπικ. ὑποδρώω, ὑπηρετῶ, εἶμαι [[ὑπηρετικός]], [[χρησιμεύω]], [[μετὰ]] δοτικ., οἵ [[σφιν]] ὑποδρώωσιν Ὀδ. Ο. 333· ὑπ. τῷ θεῷ Αἰλ. περὶ Ζ. 9. 33.
}}
{{bailly
|btext=être serviteur de, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[δράω]].
}}
}}