Anonymous

προσευκαιρέω: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_8)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''προσευκαιρέω''': ἔχω καιρὸν κατάλληλον ἢ εὐκαιρίαν διὰ…, Λατ. vacare, τινι, διά τι [[πρᾶγμα]], Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 22, 72, Πλούτ. 2. 316 Α, 1149D˙ πρ. χωρίοις, συχνάζειν, [[αὐτόθι]] 1150Β.
|lstext='''προσευκαιρέω''': ἔχω καιρὸν κατάλληλον ἢ εὐκαιρίαν διὰ…, Λατ. vacare, τινι, διά τι [[πρᾶγμα]], Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 22, 72, Πλούτ. 2. 316 Α, 1149D˙ πρ. χωρίοις, συχνάζειν, [[αὐτόθι]] 1150Β.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />vaquer à, s’adonner à, τινι : προσευκαιρεῖν χωρίοις PLUT fréquenter le pays.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[εὐκαιρέω]].
}}
}}