Anonymous

ὀγκάομαι: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_4
(6_5)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀγκάομαι''': ἀποθ. «γκαρύζω», ἐπὶ τοῦ ὄνου, Θεόπομπ. Κωμ. ἐν «Ἀφροδισίοις» 1, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 1, 81, Λουκ. Ἐνάλ. Διάλ. 1. 4.
|lstext='''ὀγκάομαι''': ἀποθ. «γκαρύζω», ἐπὶ τοῦ ὄνου, Θεόπομπ. Κωμ. ἐν «Ἀφροδισίοις» 1, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 1, 81, Λουκ. Ἐνάλ. Διάλ. 1. 4.
}}
{{bailly
|btext=-ῶμαι;<br />braire.<br />'''Étymologie:''' DELG formation expressive du grec qui fait penser à [[βοάω]], [[γοάω]].
}}
}}