3,274,919
edits
(6_19) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''νῶροψ''': -οπος, ὁ, ἡ, [[συχν]]. παρ’ Ὁμ., ― ἀλλὰ μόνον ἐν τῇ φράσει νώροπι χαλκῷ ἢ νώροπα χαλκόν, [[στιλπνός]], [[λαμπρός]], ἐξαστράπτων [[χαλκός]], Ἰλ. Β. 578, κτλ. ([[Κατὰ]] τὴν ἀρχαίαν ἐτυμολογίαν ἐκ τοῦ νη- καὶ ὁρᾶν, πάρα πολὺ στιλπνὸς ἢ [[ὥστε]] νὰ προσβλέπῃ τις αὐτόν, πρβλ. [[ἦνοψ]]). ― Καθ’ Ἡσύχ.: «[[νῶροψ]]· [[λαμπρός]]. [[ὀξύφωνος]]. [[ἔνηχος]]. ἢ ὅ,τι τὴν ὄψιν ἀσθενῆ ποιεῖ». | |lstext='''νῶροψ''': -οπος, ὁ, ἡ, [[συχν]]. παρ’ Ὁμ., ― ἀλλὰ μόνον ἐν τῇ φράσει νώροπι χαλκῷ ἢ νώροπα χαλκόν, [[στιλπνός]], [[λαμπρός]], ἐξαστράπτων [[χαλκός]], Ἰλ. Β. 578, κτλ. ([[Κατὰ]] τὴν ἀρχαίαν ἐτυμολογίαν ἐκ τοῦ νη- καὶ ὁρᾶν, πάρα πολὺ στιλπνὸς ἢ [[ὥστε]] νὰ προσβλέπῃ τις αὐτόν, πρβλ. [[ἦνοψ]]). ― Καθ’ Ἡσύχ.: «[[νῶροψ]]· [[λαμπρός]]. [[ὀξύφωνος]]. [[ἔνηχος]]. ἢ ὅ,τι τὴν ὄψιν ἀσθενῆ ποιεῖ». | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=οπος (ὁ, ἡ)<br /><i>dans les loc.</i> νώροπι χαλκῷ <i>et</i> νώροπα χαλκόν IL, OD airain éblouissant, <i>propr.</i> dont on ne peut supporter la vue.<br />'''Étymologie:''' νη-, [[ὁράω]], [[ὤψ]]. | |||
}} | }} |