Anonymous

νεοζυγής: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_7)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''νεοζῠγής''': -ές, = [[νεόζυγος]], [[πῶλος]] Αἰσχύλ. Πρ. 1009· νεοζυγέεσι φαλάροισιν Τρυφιόδ. 155· - μεταφ., νεοζυγέων ὑμεναίων Νόνν. Δ. 48. 237.
|lstext='''νεοζῠγής''': -ές, = [[νεόζυγος]], [[πῶλος]] Αἰσχύλ. Πρ. 1009· νεοζυγέεσι φαλάροισιν Τρυφιόδ. 155· - μεταφ., νεοζυγέων ὑμεναίων Νόνν. Δ. 48. 237.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />nouvellement mis sous le joug, nouvellement attelé.<br />'''Étymologie:''' [[νέος]], [[ζεύγνυμι]].
}}
}}