3,277,055
edits
(6_11) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ξύλινος''': -η, -ον, καὶ ος, ον, Διον. Ἁλ. 2. 23˙ - ὁ ἐκ ξύλου, [[ξύλινος]], Πινδ. Π. 3. 68, Ἡρόδ. 4. 108, κτλ., καὶ Ἀττ.˙ ὁ ξ. καρπός, ὁ [[καρπὸς]] δένδρου, [[ἄγριος]] καρπός, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸν ἥμερον, Πλάτ. Κριτί. 115Β, πρβλ. Στράβ. 693˙ κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸν Δημήτριον, Συλλ. Ἐπιγρ. 93. 19. 2) μεταφ. [[ξύλινος]], «ξυλένιος», [[νοῦς]] Ἀνθ. Π. 11. 275, πρβλ. 255. ΙΙ. ἐκ βάμβακος, Ἑβδ. (Σειράχ ΚΒ΄, 16), Πλίν. 13. 2, § 3. | |lstext='''ξύλινος''': -η, -ον, καὶ ος, ον, Διον. Ἁλ. 2. 23˙ - ὁ ἐκ ξύλου, [[ξύλινος]], Πινδ. Π. 3. 68, Ἡρόδ. 4. 108, κτλ., καὶ Ἀττ.˙ ὁ ξ. καρπός, ὁ [[καρπὸς]] δένδρου, [[ἄγριος]] καρπός, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸν ἥμερον, Πλάτ. Κριτί. 115Β, πρβλ. Στράβ. 693˙ κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸν Δημήτριον, Συλλ. Ἐπιγρ. 93. 19. 2) μεταφ. [[ξύλινος]], «ξυλένιος», [[νοῦς]] Ἀνθ. Π. 11. 275, πρβλ. 255. ΙΙ. ἐκ βάμβακος, Ἑβδ. (Σειράχ ΚΒ΄, 16), Πλίν. 13. 2, § 3. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=η <i>ou</i> ος, ον :<br /><b>1</b> de bois;<br /><b>2</b> qui vient sur du bois, <i>càd</i> sur un arbre : ξυλίνη [[κύων]] PLUT églantier, <i>plante</i>.<br />'''Étymologie:''' [[ξύλον]]. | |||
}} | }} |