Anonymous

νεβρίς: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_11)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''νεβρίς''': ἡ: γεν. -ῖδος, Διον. Π. 703, 946, καὶ [[εἶναι]] ὁ [[μόνος]] [[τύπος]] ὃν παρέχει ὁ Δράκων· ἀλλὰ ῐ ἐν τοῖς: νεβρίδος Εὐρ. Βάκχ. 137· νεβρίδα [[αὐτόθι]] 24· νεβρίσι [[αὐτόθι]] 249· νεβρίδας [[αὐτόθι]] 696, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 90· - δέρμα νεβροῦ, ἰδίως ὡς [[ἔνδυμα]] τοῦ Διονύσου καὶ τῶν βακχευόντων.
|lstext='''νεβρίς''': ἡ: γεν. -ῖδος, Διον. Π. 703, 946, καὶ [[εἶναι]] ὁ [[μόνος]] [[τύπος]] ὃν παρέχει ὁ Δράκων· ἀλλὰ ῐ ἐν τοῖς: νεβρίδος Εὐρ. Βάκχ. 137· νεβρίδα [[αὐτόθι]] 24· νεβρίσι [[αὐτόθι]] 249· νεβρίδας [[αὐτόθι]] 696, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 90· - δέρμα νεβροῦ, ἰδίως ὡς [[ἔνδυμα]] τοῦ Διονύσου καὶ τῶν βακχευόντων.
}}
{{bailly
|btext=ίδος (ἡ) :<br /><i>s.e.</i> [[δορά]];<br />peau de faon.<br />'''Étymologie:''' [[νεβρός]].
}}
}}