Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ξύλωσις: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_3
(6_11)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ξύλωσις''': ἡ, τὸ ξύλινον [[μέρος]] τῆς οἰκίας, ὁ ἐκ ξύλων σκελετὸς αὐτῆς, ἡ ξυλικὴ αὐτῆς, ἡ ξ. τῶν οἰκιῶν Θουκ. 2. 14, πρβλ. Ἰωσήπου Ἰουδ. Ἀρχ. 3. 6, 5. ΙΙ. ἡ εἰς [[ξύλον]] [[μεταβολή]], Ἰω. Δαμασκ. ἐν Ἑλλ. Πατρολ. Mig. τ. 95, σ. 413.
|lstext='''ξύλωσις''': ἡ, τὸ ξύλινον [[μέρος]] τῆς οἰκίας, ὁ ἐκ ξύλων σκελετὸς αὐτῆς, ἡ ξυλικὴ αὐτῆς, ἡ ξ. τῶν οἰκιῶν Θουκ. 2. 14, πρβλ. Ἰωσήπου Ἰουδ. Ἀρχ. 3. 6, 5. ΙΙ. ἡ εἰς [[ξύλον]] [[μεταβολή]], Ἰω. Δαμασκ. ἐν Ἑλλ. Πατρολ. Mig. τ. 95, σ. 413.
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br />construction en bois, boiserie, charpente.<br />'''Étymologie:''' [[ξύλον]].
}}
}}