3,255,243
edits
(6_11) |
(Bailly1_3) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ξύλωσις''': ἡ, τὸ ξύλινον [[μέρος]] τῆς οἰκίας, ὁ ἐκ ξύλων σκελετὸς αὐτῆς, ἡ ξυλικὴ αὐτῆς, ἡ ξ. τῶν οἰκιῶν Θουκ. 2. 14, πρβλ. Ἰωσήπου Ἰουδ. Ἀρχ. 3. 6, 5. ΙΙ. ἡ εἰς [[ξύλον]] [[μεταβολή]], Ἰω. Δαμασκ. ἐν Ἑλλ. Πατρολ. Mig. τ. 95, σ. 413. | |lstext='''ξύλωσις''': ἡ, τὸ ξύλινον [[μέρος]] τῆς οἰκίας, ὁ ἐκ ξύλων σκελετὸς αὐτῆς, ἡ ξυλικὴ αὐτῆς, ἡ ξ. τῶν οἰκιῶν Θουκ. 2. 14, πρβλ. Ἰωσήπου Ἰουδ. Ἀρχ. 3. 6, 5. ΙΙ. ἡ εἰς [[ξύλον]] [[μεταβολή]], Ἰω. Δαμασκ. ἐν Ἑλλ. Πατρολ. Mig. τ. 95, σ. 413. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=εως (ἡ) :<br />construction en bois, boiserie, charpente.<br />'''Étymologie:''' [[ξύλον]]. | |||
}} | }} |